σίλφη

From LSJ
Revision as of 08:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίλφη Medium diacritics: σίλφη Low diacritics: σίλφη Capitals: ΣΙΛΦΗ
Transliteration A: sílphē Transliteration B: silphē Transliteration C: silfi Beta Code: si/lfh

English (LSJ)

ἡ, A cockroach, Blatta germanica, Arist.HA601a3, Gal.12.366,641, Ael.NA1.37, Luc.Gall.31; also, bookworm, Id.Ind.17 (in form τίλφη), AP9.251 (Even.). II a kind of boat, Sch.Ar.Pax 143, Suid. (acc. to Phryn.268, τίφη (q.v.) is the correct form).

German (Pape)

[Seite 881] ἡ, 1) ein fettig aussehendes, stinkendes Insekt, Schabe, blatta; Arist. H. A. 8, 17; Luc. Gall. 31, vgl. Schol. – 2) die Büchermotte, Euen. 16 (IX, 251).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
blatte, insecte.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek (Liddell-Scott)

σίλφη: ἡ, ἔντομόν τι, «βρωμοῦσα», blatta, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 8, Αἰλ. π. Ζ. 1. 37, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 31· ὡσαύτως tinea, βιβλιοφάγος σκώληξ, «σκῶρος», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 17 (ἔνθα ἀπαντᾷ ὁ τύπος τίλφη, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 300), Ἀνθ. Π. 9. 251. ΙΙ εἶδος λέμβου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 143, Σουΐδ. Πρβλ. τίφη.

Greek Monolingual

η / ΝΑ και τίλφη Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, της οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ.
β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το σκουλήκι, ο σκόρος τών βιβλίων
2. είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Για την εναλλαγή σ και τ στους τ. σίλφη / τίλφη, που κατά μία άποψη οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σαργάνι: ταργάνι, σεῦτλον: τεῦτλον.

Greek Monotonic

σίλφη: ἡ, είδος εντόμου, σκαθαριού, «βρομούσα», Λατ. blatta, σε Λουκ.· επίσης, tinea, είδος σκώρου που κατέτρωγε τα βιβλία, στον ίδ., σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίλφη -ης, ἡ kakkerlak; ook boekenwurm.

Russian (Dvoretsky)

σίλφη:
1) таракан Arst., Luc.;
2) книжная моль Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of an insect, cockroach, carrion beetle (Arist., Gal., Ael., AP).
Other forms: τίλφη (Luc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology; τίλφη in Luc. can be an artificial Atticism (cf. Schwyzer 319). Form and meaning look a bit like σέρφος (s. v.). -- The τ/σ is clearly a Pre-Greek variation. Furnée 167 etc. points to Lat. delpa, which may have the same source.

Middle Liddell

σίλφη, ἡ,
an insect, blatta, Luc.: also = tinea, a book-worm, Luc., Anth.

Frisk Etymology German

σίλφη: {sílphē}
Forms: τίλφη (Luk.).
Grammar: f.
Meaning: N. eines Insekts, Schabe, Aaskäfer (Arist., Gal., Ael., AP),
Etymology: Ohne Etymologie; τίλφη bei Luk. kann künstlicher Attizismus sein (vgl. Schwyzer 319). Form und Bedeutung erinnern einigermaßen an σέρφος (s. d.).
Page 2,706-707