συνεπαινέω

From LSJ
Revision as of 09:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπαινέω Medium diacritics: συνεπαινέω Low diacritics: συνεπαινέω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΙΝΕΩ
Transliteration A: synepainéō Transliteration B: synepaineō Transliteration C: synepaineo Beta Code: sunepaine/w

English (LSJ)

A approve together, give joint assent, consent, approve, πόλις καὶ τὸ δίκαιον ξ. A.Th.1079 (anap.), cf. X.Cyr.4.3.23 (v.l.), D.18.179: c. inf., ξ. μάχεσθαι join in the recommendation to fight, Th.4.91, cf. X.Cyr.5.3.34; σ. τι approve, consent or agree to, Id.An.7.3.36, Pl.Hp.Mi.363a; σ. τινὶ ὅ τι ἂν πράττῃ agree with one in all that he does, D.Prooem. 28. II join in praising, τινα X.Eq.Mag.5.14codd., Pl.Mx.246a:— Pass., Arist.Rh.1415b28.

French (Bailly abrégé)

1 louer ensemble;
2 être unanime pour conseiller, approuver unaniment, acc. ; abs. être du même avis : τινί τι DÉM approuver qqn en qch.
Étymologie: σύν, ἐπαινέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαινέω: μέλλ. -έσω, Ἐπικ. -ήσω ― συνεπιδοκιμάζω, συναινῶ, συγκατανεύω, ξ. πόλις καὶ τὸ δίκαιον Αἰσχύλ. Θήβ. 1073, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 23, Δημ. 288. 6· ― μετ’ ἀπαρ., σ. μάχεσθαι, καὶ ἐγὼ προτείνωσυμβουλεύω νὰ γίνῃ μάχη, Θουκ. 4. 91, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 34· ― σ. τι, ἐπιδοκιμάζω, συναινῶ ἢ συμφωνῶ εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 36. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. ἐν τῇ ἀρχ.· σ. τινι ὅ,τι πράττῃ, συμφωνῶ μετά τινος εἰς πᾶν ὅ,τι πράττει, Δημ. 1438, 9. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ ἐπαινῶ, τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 14, Πλάτ. Μενέξ. 246Α· ― Παθητ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11.

Greek Monotonic

συνεπαινέω: μέλ. -έσω, Επικ. -ήσω,
I. επιδοκιμάζω από κοινού, παρέχω κοινή έγκριση, συναινώ, συγκατατίθεμαι, σε Αισχύλ., Ξεν.· με απαρ., συνεπαινέω μάχεσθαι, συμβουλεύω, συνιστώ επίσης να δοθεί μάχη, σε Θουκ.· συνεπαινέω τι, συναινώ, συγκατανεύω ή συμφωνώ με, συνομολογώ, στον ίδ.
II. εξυμνώ, εξαίρω από κοινού, τινά, σε Ξεν., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επαινέω, Att. ook ξυνεπαινέω samen of mede goedkeuren, instemmen met; met acc.; met inf. het idee goedkeuren om, instemmen met het voorstel om. van personen eveneens prijzen, mede complimenteren.

Russian (Dvoretsky)

συνεπαινέω:
1) вместе (с другими) хвалить, совместно одобрять (τινα Plat.; συνεπῄνουν ταῦτα οἱ στρατηγοί Xen.);
2) считать необходимым (μάχεσθαι Thuc.): ὥσπερ τε πόλις καὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ Aesch. как считают нужным город и (сама) справедливость.

Middle Liddell

fut. έσω epic ήσω
I. to approve, together, give joint assent, consent, Aesch., Xen.;—c. inf., ς. μάχεσθαι to join in the recommendation to fight, Thuc.;— ς. τι to consent or agree to, Thuc.
II. to join in praising, τινα Xen., Plat.