ἐρικυδής

From LSJ
Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρικῡδής Medium diacritics: ἐρικυδής Low diacritics: ερικυδής Capitals: ΕΡΙΚΥΔΗΣ
Transliteration A: erikydḗs Transliteration B: erikydēs Transliteration C: erikydis Beta Code: e)rikudh/s

English (LSJ)

ές, very famous, glorious, of gods and their descendants, Il. 14.327, Od.11.576,631; of their gifts, θεῶν ἐ. δῶρα Il.3.65, 20.265; ἥβη ἐ. 11.225, Hes.Th.988; νίκα B.12.190: generally, δαίς ἐρικυδής = a splendid banquet, Il.24.802, Od.3.66, al.; of places and men, ἄστυ Orac. ap. Hdt.7.220; θεῶν ἐ. οἶκοι Theoc.17.108; φῶτες Orph.L.302: Sup. ἐρικυδέστατος, Ἰάμβλιχος Eun.VS p.461 B.

German (Pape)

[Seite 1029] ές, sehr ruhmvoll, glorreich, bes. von den Göttern u. dem, was ihnen gehört, Λητώ, Γαῖα, Il. 14, 327 Od. 11, 576, θεῶν τέκνα, 11, 631, θεῶν δῶρα, Il. 3, 65. 20, 265, θεῶν οἶκοι, Theocr. 17, 108, ἥβη, Il. 11, 225; Hes. Th. 988, δαίς, ein glänzender Schmaus, bes. von Opferschmäusen, Il. 24, 802 Od. 3, 66. 10, 182 u. öfter; ἄστυ, orac. bei Her. 7, 220, sp. D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très célèbre, très glorieux.
Étymologie: ἐρι-, κῦδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρικῡδής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην δόξαν, ἔνδοξος. Ἐπικ. ἐπιθ. τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀπογόνων αὐτῶν, Ἰλ. Ξ. 327, Ὀδ. Λ. 576 καὶ 631· ἐπὶ τῶν δώρων αὐτῶν, θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65, Υ. 265· ἐρ. ἥβη Λ. 225, Ἡσ. Θ. 988: - πλὴν τούτου ὁ Ὅμ. μόνον ἔχει δαὶς ἐρικ., λαμπρὸν συμπόσιον, Ἰλ. Ω. 802, Ὀδ. Γ. 66, Κ. 182, κτλ.· - καὶ ἐνταῦθα δὲ πρόκειται περὶ εὐωχίας ἐν θυσίᾳ: - ἐπὶ τόπων καὶ ἀνθρώπων, ἄστυ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 220, Ὀρφ., κλ.

English (Slater)

ἐρῐκῡδής illustrious ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον (Pae. 5.39)

Greek Monolingual

ἐρικυδής, -ες (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλη δόξα, ο πολύ ένδοξος (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους)
2. λαμπρός, πλούσιος (α. «δαὶς ἐρικυδής» — λαμπρό συμπόσιο, Ομ. Ιλ.
β. «ἐρικυδέα δῶρα» — πλούσια δώρα, Ομ. Ιλ.)
3. ο ακμαίος, ο γεμάτος ζωή («ἥβης ἐρικυδέος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κυδής (< κύδος «δόξα»)].

Greek Monotonic

ἐρικῡδής: -ές (κῦδος), περίφημος, ένδοξος, υπέροχος, διάσημος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῐκῡδής: преславный (Λητώ, θεῶν δῶρα Hom.; ἥβη Hes.; ἄστυ Her.; θεῶν οἶκοι Theocr.).

Middle Liddell

ἐρι-κῡδής, ές κῦδος
very famous, glorious, splendid, Hom.