προσβιάζομαι
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A compel, constrain, τινα Ar.Pl.16, Pl.Ep.331b; π. ταῦτα push too far, Id.Cra.410a: abs., use force, Arist.GA726b8; τῇ συνουσίᾳ Sor.1.24 (Pass.). II π. τόποις προσάντεσι force or storm heights, D.S.20.39: aor. Pass. προσβιασθῆναι, to be forced or hard pressed, Th.1.106. III assist parturition by straining, Sor.1.70. IV contend in addition, A.D.Synt.258.6.
German (Pape)
[Seite 753] 1) dazu nöthigen oder zwingen, τινά, Ar. Plut. 16; μὴ ἐθέλοντά γε προσβιαζοίμην, Plat. Ep. VII, 321 b, vgl. Crat. 410 a; auch pass., προσβιασθέν, Thuc. 1, 106. – 2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen, D. Sic. 20, 39.
French (Bailly abrégé)
faire violence à, violenter, acc. ; Pass. (part. ao. προσβιασθείς) être contraint par la violence.
Étymologie: πρός, βιάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-βιάζομαι, alleen med. geweld toepassen, dwingen.
Russian (Dvoretsky)
προσβιάζομαι:
1) принуждать, вынуждать (τινα Arph., Plat.): οὐ τοίνυν δεῖ ταῦτα π. Plat. не следует, однако, толковать этого с натяжкой;
2) теснить: μέρος προσβιασθέν Thuc. оттесненная (неприятелем) часть;
3) применять силу, идти приступом (τόπῳ τινί Diod.).
Greek Monolingual
Α
1. αναγκάζω, βιάζω κάποιον
2. μεταχειρίζομαι βία («ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», Αριστοτ.)
3. παθ. πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν μέρος οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», Θουκ.)
4. διευκολύνω τοκετό μεταχειριζόμενος δύναμη
5. ισχυρίζομαι επί πλέον
6. φρ. α) «προσβιάζομαι ταῦτα» — υπερβαίνω τα όρια, το παρακάνω
β) «προσβιάζομαι τόπῳ» — κυριεύω μια θέση διά της βίας ή με έφοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βιάζομαι (< βία)].
Greek Monotonic
προσβιάζομαι: μέλ. -άσομαι,
I. αποθ., αναγκάζω, βιάζω, τινα, σε Αριστοφ.
II. αόρ. αʹ προσβιασθῆναι, με Παθ. σημασία, αναγκάζομαι ή πιέζομαι, βιάζομαι, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσβιάζομαι: ἀποθετ., ἀναγκάζω, «βιάζω», τινα Ἀριστοφ. Πλ. 16, Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β· ― πρ. ταῦτα, τὸ παρακάμνω, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α· ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 4. ΙΙ. πρ. τόπῳ, διὰ τῆς βίας ἢ ἐξ ἐφόδου κυριεύω θέσιν τινά, Διόδ. 20. 30. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθητ. ἀορ. προσβιασθῆναι, ἀναγκασθῆναι, πιεσθῆναι ἰσχυρῶς, Θουκ. 1. 106.
Middle Liddell
fut. άσομαι
I. Dep. to compel, constrain, τινα Ar.
II. aor1 προσβιασθῆναι, in pass. sense, to be forced or hard pressed, Thuc.