αἰθρία

From LSJ
Revision as of 15:50, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθρία Medium diacritics: αἰθρία Low diacritics: αιθρία Capitals: ΑΙΘΡΙΑ
Transliteration A: aithría Transliteration B: aithria Transliteration C: aithria Beta Code: ai)qri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A = αἴθρη, first in Sol. 13.22, then in Ion. Prose, Com., X., and Arist.: ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης Hdt. 7.188; ἐξ αἰθρίας ἀστράψω Cratin.53, cf. Hdt.3.86, X.HG7.1.31; αἰθρίας οὔσης in clear weather, Arist. Mete.342a12; αἰθρίης or -ίας abs., Hdt.7.37, Ar.Nu. 371; τῆς αἰθρίας Arist.Pr.939b15. 2 esp. the clear cold air of night, Hdt.2.68, cf. Hp. Aët.8. [ῐ in penultimate exc. in dact. and anap., Sol. l.c., Ar. l.c.]

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. αἰθρίη Sol.1.22; maced. ἄδραια Hsch., en boca de un bárbaro αἰτρία Ar.Th.1001
• Prosodia: [-ρῑ- Sol.1.22, Ar.Nu.371]
I 1 cielo despejado, claro αἰθρίην δ' αὖτις ἔθηκεν ἰδεῖν Sol.l.c., cf. Arist.Mete.342a12, Luc.Halc.4, D.C.Epit.9.6.3, ἐξ αἰθρίης ἀστράψω Cratin.58, cf. Hdt.3.86, X.HG 7.1.31, D.C.37.25.2, prob. Democr.B 152, uso abs. (τῆς) αἰθρίας (οὔσης) = con, en buen tiempo Hdt.7.37, Ar.Nu.371, ἐν τῇ τήμερον ... αἰθρίᾳ = en un día tan claro como hoy, Com.Adesp.1001.14
del mar bonanza ἐξ αἰθρίης τε καὶ νηνεμίης θαλάσσης Hdt.7.188.
2 esp. la noche o madrugada clara y fría, el sereno, el relente (cuando cae el rocío y la helada) θερμότερον ... τὸ ὕδωρ τῆς τε αἰθρίης καὶ τῆς δρόσου = el agua (está) más caliente que el sereno y el rocío Hdt.2.68, θεῖναι ἐς τὴν αἰθρίην = poner al relente Hp.Aër.8, πρὸς τὴν αἰθρίαν = al relente, a la intemperie Ar.Th.1001, Pl.1129.
II fig. calma o tranquilidad espiritual αἰθρία καὶ γαλήνη M.Ant.8.28, τοῦτο μοι ... τὰς αἰσθήσεις ἐν αἰθρίᾳ τινὶ ἀπορρήτῳ φυλάττει = esta (dieta) preserva mis sentidos en una calma inefable Philostr.VA 8.7.9.
• Etimología: Cf. αἴθρα, αἰθήρ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 air pur, ciel serein;
2 air libre : ὑπὸ τῆς αἰθρίας XÉN en plein air ; ἐν τῇ αἰθρίῃ (ion.) HDT à l'air libre, càd à terre, p. opp. à ἐν ὕδατι.
Étymologie: αἴθριος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθρία -ας, ἡ, Ion. αἰθρίη αἰθήρ
1. heldere hemel; idiom. gen. v. omstandigheid:. αἰθρίας (οὔσης) bij heldere hemel.
2. open lucht.

Russian (Dvoretsky)

αἰθρία: ион. αἰθρίη
1) чистое (безоблачное) небо, ясная погода Her., Xen., Plut.: αἰθρίας Arph., τῆς αἰθρίας или αἰθρίας οὔσης Arst. в ясную погоду;
2) вольный воздух: ἐν τῇ αἰθρίῃ Her. и ὑπὸ τῆς αἰθρίας Xen. на открытом воздухе.

Middle Liddell

later form of αἴθρη, Solon, etc.]
1. αἰθρίης, attic -ίας, in clear weather, Hdt., Ar.; ὑπὸ τῆς αἰθρίας in the open air, Lat. sub dio, Xen.
2. the clear cold air of night, Hdt. [ῑ in dactylics and anapaestics.]

Greek Monotonic

αἰθρία: Ιων. -ίη, , μεταγεν. τύπος του ποιητ. αἴθρη, που απαντά αρχικά στον Σόλωνα κ.λπ.· αἰθρίης, Αττ. -ίας, σε καθαρό, ξάστερο καιρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ὑπὸτῆς αἰθρίας, στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο, Λατ. sub dio, σε Ξεν.
2. ο καθαρός και ψυχρός αέρας της νύχτας, σε Ηρόδ. ( στην παραλήγουσα εκτός από τα δακτυλικά και αναπαιστικά μέτρα).

Greek (Liddell-Scott)

αἰθρία: Ἰων, -ίη, ἡ, πεζὸς τύπος τοῦ ποιητ. αἴθρη, κατὰ πρῶτον ὅμως ἐν χρήσει παρὰ Σόλωνι, 13. 22· ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης, Ἡρ. 7. 188· ἐξ αἰθρίας ἀστράψω, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι», 4· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31· αἰθρίας οὕσης = ἐν καιρῷ ἀνεφέλῳ, per purum, ἀντίθετον τῷ ὅταν ἐπινέφελον ᾖ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 11, καὶ ἀλλ.· οὕτω καὶ αἰθρίης ἢ -ίας μόνον, Ἡρόδ. 7. 37. Ἀριστοφ. Νεφ. 371· τῆς αἰθρίας, Ἀριστ. Προβλ. 25. 18. ΙΙ. ὁ καθαρὸς οὐρανός, ὑπὸ τῆς αἰθρίας = ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. sub dio, Ξεν. Ἀν. 4, 4, 14. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ καθαροῦ καὶ ψυχροῦ ἀέρος τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 68· καὶ οὕτω πιθαν. ἐν Ἱππ. Ἀέρ. 285. [ῐ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἐκτὸς ἐν δακτυλικοῖς καὶ ἀναπαιστικοῖς μέτροις, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 371· πρβλ. Meineke, Κωμ. Ἀποσπ. 2 σ. 34.]

English (Woodhouse)

blue sky, clear sky, clear weather, cloudless sky, unclouded sky

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)