ἰλύς

From LSJ
Revision as of 15:10, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλύς Medium diacritics: ἰλύς Low diacritics: ιλύς Capitals: ΙΛΥΣ
Transliteration A: ilýs Transliteration B: ilys Transliteration C: ilys Beta Code: i)lu/s

English (LSJ)

[ῑ], ύος, ἡ, A mud, slime, τεύχεα . . κείσεθ' ὑπ' ἰλύος κεκαλυμμένα Il.21.318, cf.IG12.94.20, 23, Zeno Stoic.1.29, Inscr.Délos 354.19, etc.; of alluvial soil, Hdt.2.7; ἰ. καὶ ψάμμος Hp.Aër.9. 2 dregs, sediment, Id.Mul.1.66; of wine, Arist.GA753a24, al. 3 impurity, αἵματος Gal.1.603, cf. 616; στέρνων Androm. ap. eund.14.35. [ἰλῡς -ῡν Choerob.in Theod.1.331; gen. ἰλῠος APl.4.230 (Leon.), A.R. 1.10, but ἰλῡος (metri gr. Hdn.Gr.2.117) Il. l.c.] (Cf. Russ. il, Polish it 'mud', 'potter's clay'.)

German (Pape)

[Seite 1251] ῦος, ἡ (mit ἴλλω, εἰλύω zusammenhangend), Schlamm, Koth, τεύχεα – νειόθι λίμνης κείσεθ' ὑπ' ἰλῖος (Wolf ἰλ ύος) κεκαλυμμένα Il. 21, 318, Her. 2, 7; Arist. gen. an. 3, 2 u. Sp. [Bei Leon. Tar. 39 (Plan. 230) ist in ἰλύος das υ kurz.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
limon, fange ; alluvion.
Étymologie: R. ἸλϜ, p. ϜιλϜ, ϜελϜ, rouler ; v. ἴλλω.

Spanish

lodo, fango

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰλύς, -ύος)
1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών
2. κατακάθι, καθίζημα
αρχ.
ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu- «λάσπη-μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ, γεν. ila «λάσπη», λετονικό īls «πολύ σκοτεινός».
ΠΑΡ. ιλυώδης
αρχ.
ίλυμα, ιλυόεις.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ιλυοδόχη, ιλυόλουτρο].

Greek Monotonic

ἰλύς: [ῑ], -ύος, ἡ, λάσπη, βρωμιά, βόρβορος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η δεύτερη συλλαβή της γεν. είναι μακρά εν άρσει, αλλά βραχεία εν θέσει).

Russian (Dvoretsky)

ἰλύς: II тж. εἰλύς, ύος adj. илистый, покрытый илистыми наносами (Αἴγυπτος Her.).
ύος (ῑλῡ) ἡ
1) ил, грязь, тина (ὕδατος ῥέοντος Arst.): ὑπ᾽ ἰλύος κεκαλυμμένος Hom. покрывшийся тиной; τὰ στόματα ἰλὺν πολλὴν λαμβάνοντα Plut. сильно занесенное илом устье (реки);
2) гуща, отстой, осадок (ὁ οἶνος μιγνυμένης τῆς ἰλύος Arst.).

Frisk Etymological English

-ύος
Grammatical information: f.
Meaning: mud, slime, dregs, impurity (Ion., Il., Arist.)
Other forms: The i- is long; on the length of the u see LSJ.
Derivatives: ἰλυώδης (Hp., hell.), ἰλυόεις (A. R., Nic.; poetic formation (?), cf. Schwyzer 527) muddy; ἰλύωμαι ἐρρύπωμαι H. Further ἰλύματα (Gal. 13, 45) from cross with λύματα. Adject. ἰλύ (εἰλύ cod.) μέλαν H.
Origin: IE [Indo-European] [499] *iHlu- mud, dark
Etymology: Formation like ἀχλύς a. o. (Schwyzer 495) and identical with a Slavic word for mud, e. g. OCS Russ. ilъ, gen. ila (old u-stem); also Latv. īls very dark. Further see Vasmer Russ. et. Wb. s. v..

Middle Liddell

ἰ¯λύς, ύος
mud, slime, dirt, Il., Hdt. [Gen. ἰλῡος Hom., ἰλῠος Anth.]

Frisk Etymology German

ἰλύς: -ύος
{īlú̄s}
Grammar: f.
Meaning: Schlamm, Kot, Morast (ion. seit Il., Arist. usw.)·
Derivative: Davon ἰλυώδης (Hp., hell. u. spät), ἰλυόεις (A. R., Nik.; poetische Bildung, vgl. Schwyzer 527) schlammig, morastig; ἰλύωμαι· ἐρρύπωμαι H. Außerdem ἰλύματα (Gal. 13, 45) durch Kreuzung mit λύματα. Adjektiviert ἰλύ (εἰλύ cod.)· μέλαν H.
Etymology : Bildung wie ἀχλύ̄ς u. a. (Schwyzer 495) und bis auf den Ausgang mit einem slavischen Wort für Schlamm identisch, z. B. aksl. russ. ilъ, Gen. ila (alter u-Stamm); dazu noch lett. īls stockfinster. Weitere Formen bei WP. 1, 163 und Vasmer Russ. et. Wb. s. v.; daselbst wie bei Bq (und W.-Hofmann s. lutum und silva) auch Lit. und ältere, verfehlte Deutungen.
Page 1,723

Mantoulidis Etymological

-ύος (=λάσπη). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.

Léxico de magia

lodo, fango de un río (πλάκαν) τελέσας ἐν ἀρώμασιν φαιοῖς οἷον ζμύρνᾳ, βδέλλῃ, στύρακι καὶ ἀλοῇ καὶ θύμῳ μετὰ ἰλῦος παρὰ ποταμοῦ consagra la lámina con plantas aromáticas grises, como mirra, bálsamo, estoraque, áloe y tomillo con lodo de río P VII 435