δύσποτμος
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
English (LSJ)
ον, unlucky, unhappy, ill-starred, of persons and things, δύσποτμος θεός, of Prometheus, A. Pr.119; δύσποτμος βοῦς, of Io, Id.Supp.306; δύσποτμοι εὐχαί, i.e. curses, Id.Th.820; χλιδά S.OT888 (lyr.); θήρα E.Ba.1144, cf. Ar.Ach.419; τύχαι D.H. 1.17: Comp. δυσποτμώτερος E.Ph.1348: Sup. δυσποτμότατος Plu.Comp.Per.Fab. 1. Adv. δυσπότμως = unhappily, wretchedly A.Pers.272 (lyr.): Sup. δυσποτμότατα Plu.Fab.18.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. desdichado, malaventurado θεός de Prometeo, A.Pr.119, βοῦς de Ío, A.Supp.306, γένος A.Th.813, δ. γεγώς nacido con mal hado S.OT 1181, cf. Nic.Al.297, de Electra, E.Or.1078, θήρα δ. presa malaventurada de Penteo descuartizado, E.Ba.1144, γεραιός Ar.Ach.419, ἐρῶν Men.Mis.A 5T., Ἄδωνις Bio 43, cf. Anacr.66 (dud.)
•subst. ταύτας ... δυσπότμους estas desdichadas S.Tr.299, cf. E.HF 451, AP 7.334.14.
2 de abstr. nefasto, fatal ἀλγεινὰ μὲν ... λέγειν ... ἄλγος δὲ σιγᾶν· πανταχῇ δὲ δύσποτμα A.Pr.198, χλιδά S.OT 888, ὁδός S.OC 1433, ἀρά S.Ph.1120, γάμοι S.Ant.869, πῶς γένοιτ' ἂν τῶνδε δυσποτμώτερα; E.Ph.1348, <τὸ> χρεὼν δέ τι δύσποτμον ἀνδράσιν ἀνευρεῖν descubrir el destino es algo nefasto para los hombres E.IA 1331, cf. Trag.Adesp.325, τύχαι D.H.1.17, Σικελίας ὁ ... δ. ἔρως la nefasta pasión por Sicilia Plu.Per.20, καιροί Plu.Comp.Per.Fab.1
•neutr. sup. como adv. δυσποτμότατα πεπραχώς Plu.Fab.18.
II adv. δυσπότμως = de forma desdichada o digna de lástima νεκρῶν δ. ἐφθαρμένων A.Pers.272, δ. φορούμενοι A.Th.819.
German (Pape)
[Seite 687] dem ein schlimmes Loos gefallen, unglücklich; Aesch. Prom. 119 u. öfter; Soph. Phil. 1105; χλιδή O. R. 886; öfter Eur.; Ar Ach. 394; D. Hal. 1, 17. – Adv., δυσπότμως, Aesch. Pers. 264; δυσποτμώτατα, Plut. Fab. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
infortuné, malheureux.
Étymologie: δυσ-, πότμος.
Russian (Dvoretsky)
δύσποτμος: несчастный, злосчастный, злополучный Trag., Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δύσποτμος: -ον, ἄτυχος, κακότυχος, δυστυχής, ἄθλιος· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θεός, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. βοῦς, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· ὡσαύτως παρὰ Σοφ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18.
Greek Monolingual
δύσποτμος, -ον (Α)
άτυχος, κακότυχος (α. «δύσποτμοι τύχαι» β. «ὁρᾱτε δεσμώτην με δύσποτμον θεόν», Αισχ. Προμ.).
Greek Monotonic
δύσποτμος: -ον, άτυχος, κακότυχος, δυστυχής, άθλιος, μίζερος, ταλαίπωρος, σε Τραγ.· δ. εὐχαί, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., δυσποτμώτερος, σε Ευρ.· επίρρ. -μως, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δύσ-ποτμος, ον
unlucky, ill-starred, unhappy, wretched, Trag.; δ. εὐχαί i. e. curses, Aesch.; comp. δυσποτμώτερος Eur. adv. -μως, Aesch.