Γοργοφόνος

From LSJ
Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γοργοφόνος Medium diacritics: Γοργοφόνος Low diacritics: Γοργοφόνος Capitals: ΓΟΡΓΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: Gorgophónos Transliteration B: Gorgophonos Transliteration C: Gorgofonos Beta Code: *gorgofo/nos

English (LSJ)

ον, Gorgon-killing, E.Fr.985: fem. Γοργοφόνα, as a name of Athena, Id.Ion1478 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ
mit. Gorgófono
1 hijo de Electrión, nieto de Perseo, Hes.Fr.193.13, Apollod.2.4.5.
2 rey de los epidaurios que, por mandato de un oráculo, fundó Micenas, Chrysermus 1.
3 ὁ, ἡ Γ. matador de Gorgo epít. de Perseo, E.Fr.985, Cleo Sic.SHell.340, Nonn.D.47.522, de Atenea Trag.Adesp.(?) en PKöln 245.8.

Russian (Dvoretsky)

Γοργοφόνος: ὁ горгоноубийца, т. е. Персей Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Γοργοφόνος: -ον, ὁ τῆς Γοργόνος φονεύς, Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 747D· θηλ. Γοργοφόνη, ὡς ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, ὁ αὐτ. Ἴωνι 1478.

Greek Monolingual

Γοργοφόνος, -ον (θηλ. και Γοργοφόνη, η) (Α)
1. αυτός που σκοτώνει τη Γοργόνα
2. θηλ. ἡ Γοργοφόνα
επίθετο της Αθηνάς.

Greek Monotonic

Γοργοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκότωσε τη Γοργώ· θηλ. Γοργοφόνη, προσωνύμιο της Αθηνάς, σε Ευρ.

Middle Liddell

[*φένω
Gorgon-killing: fem. Γοργοφόνη, as a name of Athena, Eur.

German (Pape)

auch Γοργοφόνη, Eur. Ion 1478, Gorgo-tötend, Eur. frg. Nonn. D. 30.269 und öfter; Orph. H. 31.8.