ἀμαρυγή

From LSJ
Revision as of 17:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰρυγή Medium diacritics: ἀμαρυγή Low diacritics: αμαρυγή Capitals: ΑΜΑΡΥΓΗ
Transliteration A: amarygḗ Transliteration B: amarygē Transliteration C: amarygi Beta Code: a)marugh/

English (LSJ)

[Att. ῠ, Ep.ῡ], ἡ, sparkling, twinkling, glancing, of objects in motion, as of the eye, h.Merc.45; of stars, A.R.2.42; of the sun, Procop.Vand.2.14; of any quick motion, ἵππων ἀ. Ar.Av.925:— also ἀμάρυγξ, γγος, ἡ, Hdn.Gr.2.743: ἀμάρυξις, εως, ἡ, Sch.A.R. 3.1018.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰρυγή) -ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-] [át. -ῠ-, ép. -ῡ-]
1 chispeo, destello ἀπ' ὀφθαλμῶν h.Merc.45, ὀφθαλμῶν A.R.3.1018, de las estrellas, A.R.2.42, Sch.Arat.941M., del sol, Procop.Vand.2.14.5.
2 viveza en la carrera ἵππων Ar.Au.925.
• Etimología: Cf. ἀμαρύσσω.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 éclair, rayon lumineux;
2 fig. course rapide comme un éclair.
Étymologie: ἀμαρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰρῠγή: (ᾰμ; эп. ῡ) ἡ
1 мигание (ὀφθαλμῶν HH);
2 быстрое мелькание (ἵππων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰρυγή: [Ἀττ. ῠ, Ἐπ. ῡ], ἡ, = μαρμαρυγή, ἀκτινοβόλησις, σπινθηροβόλησις, ἀντανάκλασις πραγμάτων ἐν κινήσει ὡς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 45: ἐπὶ ἀστέρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 42· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως· ἵππων ἀμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 925. ― Ὡσαύτως ἀμάρυγξ, υγγος, ἡ, παρὰ Χοιροβ. 1. 82: ― ἀμάρυξις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1018. ― Ἀμαρυγκεύς, ὡς κύρ. ὄνομα εὕρηται ἐν Ἰλ. Ψ. 630 καὶ ἀλλ.: πρβλ. ἀμαρύσσω ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἀμαρυγή, η (AM) ἀμαρύσσω
1. (για κινούμενα σώματα) μαρμαρυγή, σπινθηρισμός, ακτινοβολία, λάμψη
2. γρήγορη κίνηση.

Greek Monotonic

ἀμᾰρυγή: (Αττ. , Επικ. ),ἡ = μαρμαρυγή, ακτινοβόληση, σπινθηροβόληση, λέγεται για το μάτι, σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τα πόδια των αλόγων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀμαρύσσω; = μαρμαρυγή
a sparkling, glancing, of the eye, Hhymn.; of horses' feet, Ar.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, das Schimmern, Funkeln beweglicher Gegenstände, ὀφθαλμῶν ἀμαρυγαί H.h. Merc. 45; Ap.Rh. 3.1018; ἀστέρος 2.42 (Schol. ἀκτῖνες), vgl. 4.1696; dah. schnelle Bewegung, ἵππου Ar. Av. 925.