ἀρχαιόγονος

From LSJ
Revision as of 17:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιόγονος Medium diacritics: ἀρχαιόγονος Low diacritics: αρχαιόγονος Capitals: ΑΡΧΑΙΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: archaiógonos Transliteration B: archaiogonos Transliteration C: archaiogonos Beta Code: a)rxaio/gonos

English (LSJ)

ον, A of ancient race, of old descent, S.Ant.981. II (perhaps parox. ἀρχαιογόνος) original, primal, αἰτία Arist.Mu.399a26 (nisi leg. ἀρχέγονον).

Spanish (DGE)

-ον
1 antiguo, noble σπέρμα ... ἀρχαιογόνων ... Ἐρεχθειδᾶν S.Ant.981.
2 originario αἰτία Arist.Mu.399a26 (cód.); cf. ἀρχέγονος.

German (Pape)

[Seite 364] aus altem Geschlechte, Soph. Tr. 968; übh. ursprünglich, αἰτία Arist. mund. 6, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une antique origine.
Étymologie: ἀρχαῖος, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιόγονος:
1 старинного происхождения, древний (Ἐρεχθεΐδαι Soph.);
2 изначальный, первичный (ἀ. καὶ πρώτη αἰτία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιόγονος: -ον, ὁ ἐξ ἀρχαίου γένους, λίαν ἀρχαῖος, Σοφ. Ἀντ. 981. ΙΙ. ἴσως παροξ. ἀρχαιο-γόνος, ἀρχικός, πρῶτος, αἰτία Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 21.

Greek Monolingual

ἀρχαιόγονος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος.

Greek Monotonic

ἀρχαιόγονος: -ον, αυτός που προέρχεται από αρχαία φυλή, από παλιά καταγωγή, σε Σοφ.

Middle Liddell


of ancient race, of old descent, Soph.