ἀνεξίκακος
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον, enduring pain or evil, Herod.Med. ap. Orib.5.30.7, Luc.Jud.Voc.9, Vett. Val.38.21, Gal.5.38, Them.Or.15.190a (Sup.), Aret.SA2.6 (Comp.); forbearing, long-suffering, 2 Ep.Ti.2.24. Adv. -κως Luc.Asin.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 paciente, resignado Herod.Med. en Orib.5.30.7, medic. en PTeb.272.19 (II d.C.), 2Ep.Ti.2.24, ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα Luc.Iud.Voc.9, cf. Vett.Val.38.21, Gal.5.38, Aret.SA 2.6.5, Poll.5.138, Them.Or.15.190a, Cat.Cod.Astr.8(2).156, Hsch.
•de Dios, Procop.Gaz.M.87.2557A.
2 adv. -ως con resignación Luc.Asin.2.
German (Pape)
[Seite 223] langmüthig, Unrecht ertragend, N. T.; standhaft im Unglück, Luc. Iud. voc. 4. – Adv., Asin. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
résigné.
Étymologie: ἀνέχω, κακόν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξίκᾰκος: терпеливый, выносливый, смиренный, незлобивый Luc., NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξίκᾰκος: -ον, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὑπομένων τὰ κακά, ὅτι ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα μαρτυρεῖτέ μοι καὶ αὐτοί Λουκ. Δίκη Φωνηεντ. 9, Θεμίστ. 271Β: ὁ ὑπομένων, μακρόθυμος, Ἐπιστ. π. Τιμοθ. Β΄, β΄, 24. - Ἐπίρρ. -κως Λουκ. Ὄνος 2.
English (Strong)
from ἀνέχομαι and κακός; enduring of ill, i.e. forbearing: patient.
English (Thayer)
ἀνεξίκακον (from the future of ἀνέχομαι, and κακόν; cf. classic ἀλεξίκακος, ἀμνησίκακος), patient of ills and wrongs, forbearing: Lucian, jud. voc. 9; (Justin Martyr, Apology 1,16 at the beginning; Pollux 5,138).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξίκακος, -ον)
μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος.
αρχ.
καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι- (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός.
ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ].
Greek Monotonic
ἀνεξίκᾰκος: -ον (ἀνέχομαι, κακόν), αυτός που ανθίσταται στο κακό, υπομονετικός, μακρόθυμος, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
Middle Liddell
[ἀνέχομαι, κακόν
enduring evil, forbearing, long-suffering, NTest., Luc.
Chinese
原文音譯:¢nex⋯kakoj 安-誒克西-卡可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向上-出去-邪惡(的)
字義溯源:忍受傷害,無憤恨的,忍耐;源自(ἀνέχομαι)=忍耐);由(ἀνά)*=上)與(ἔχω)*=持)及(κακός)*=卑劣的)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 存忍耐(1) 提後2:24
Mantoulidis Etymological
(=ὑπομονετικός). Ἀπό τό ἀνέχομαι + κακός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
French (New Testament)
patient aux maux, aux fautes