ἄγραυλος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγραυλος Medium diacritics: ἄγραυλος Low diacritics: άγραυλος Capitals: ΑΓΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: ágraulos Transliteration B: agraulos Transliteration C: agravlos Beta Code: a)/graulos

English (LSJ)

ον, (ἀγρός, αὐλή) A dwelling in the field, of shepherds, Il.18.162, Hes.Th.26, A.R.4.317, Megasth.40; epithet of Pan, AP6.179 (Arch.); ἄ. ἀνήρ a boor, ib. 11.60 (Paul. Sil.). 2 of oxen, βοὸς ἀγραύλοιο Il.10.155, Od.12.253; θήρ S.Ant.349 (lyr.), E.Ba.1188 (lyr.), etc. 3 of things, rustic, πύλαι Id.El.342.

Spanish (DGE)

-ον
1 de anim. que vive en el campo, que viveal aire libre gener. de bovinos campestre, campero βοῦς Il.10.155, 17.521, 23.780, 24.81, Od.12.253, h.Merc.262, 272, πόριες Od.10.410, por sinéc. ἄγραυλα κέρατα E.Io 882, cf. ἄγραυλα γένη dud. en S.Fr.1133.45.3 (ap. crít.)
montaraz, salvaje θήρ S.Ant.349, E.Ba.1188.
2 de pers. que vive en el campo, que vive al aire libre, rústico ποιμένες Il.18.162, Hes.Th.26, cf. A.Fr.25e.8, h.Merc.286, A.R.4.317, κυνηγητῆρες Man.4.337, de Pan AP 6.179 (Arch.)
c. sent. peyor. ἄ. ἀνήρ = hombre rústico, patán, AP 11.60 (Paul.Sil.)
subst. οἱ ἄ. pastores Nic.Th.473.
3 de cosas rústico πύλαι E.El.342, δέπας Nonn.D.15.18, ἀοιδή Nonn.D.47.105.

German (Pape)

[Seite 22] H. h. Merc. 412 findet sich als v.l. auch ἀγραύλη (αὐλή), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demeure, qui passe la nuit aux champs.
Étymologie: ἀγρός, αὐλή.

Russian (Dvoretsky)

ἄγραυλος:
1 живущий в поле, ночующий под открытым небом (βοῦς, ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; θήρ Soph.; Πάν Anth.);
2 деревенский, сельский: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. ἀνήρ Anth. поселянин.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγραυλος: -ον, (ἀγρός, αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· ἀλλά, ἄγρ. ἀνήρ, ἄγροικος, αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342.

English (Autenrieth)

(ἀγρός, αὐλή): lying in the field (passing the night out-doors), βοῦς, πόριες, ποιμένες.

Greek Monotonic

ἄγραυλος: -ον (ἀγρός, αὐλή),
1. αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἄγραυλος ἀνήρ, αγροίκος, σε Ανθ.
2. λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. επίσης λέγεται για πράγματα, αγροτικός, εξοχικός, χωριάτικος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἀγρός αὐλή
1. dwelling in the field, of shepherds, Il., Hes.; ἄγρ. ἀνήρ a boor, Anth.
2. of oxen, Hom., etc.
3. of things, rural, rustic, Eur.

English (Woodhouse)

rural, rustic

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού μένει στούς ἀγρούς). Σύνθετη λέξη → ἀγρός+αὐλή. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγραυλέω (=ζῶ στούς ἀγρούς), ἀγραυλία (=ἡ κατάσταση τοῦ ἄγραυλου). Ἡ Ἄγραυλος ἤ Ἄγλαυρος ἦταν κόρη τοῦ Ἀκταίου, τοῦ πρώτου βασιλιά τῆς Ἀττικῆς καί γυναίκα τοῦ Κέκροπα. Ἀπόχτησε μαζί του τόν Ἐρυσίχθονα καί κόρες τήν Ἄγλαυρο, Ἔρση καί Πάνδροσο.