καθαρτικός

From LSJ
Revision as of 11:21, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτικός Medium diacritics: καθαρτικός Low diacritics: καθαρτικός Capitals: ΚΑΘΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kathartikós Transliteration B: kathartikos Transliteration C: kathartikos Beta Code: kaqartiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of, fit for cleansing or purifying, ἐλαίου καὶ γῆς Pl.Ti.60d; τὰ μέλη τὰ κ. (v. κάθαρσις ΙΙ) Arist.Pol.1342a15; τὰ κ. purgatives, Phld.Sign. 25; κ. ἀρεταί Hierocl.in CA2p.422M.: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Sph. 231b. Adv. -κῶς Marin.Procl.19. II Medic., promoting κάθαρσις, πρόσθετον Hp.Mul.1.74; usu… purgative, δύναμις Gal.11.768 (metaph., Cebes 14); φάρμακον Plu.2.999f, cf. Gal.5.128; οἶνος Dsc.5.66 (Comp.); κ. alone, Hp.Fract.24, S.E.M.8.480.

German (Pape)

[Seite 1282] reinigend; φάρμακον, Purgirmittel, Hippocr. u. Plut., wie τὰ καθαρτικὰ ἐξελάσοντα τῶν σωμάτων τὰ ὑγρά S. Emp. adv. log. 2, 480; ἡ καθ., die Reinigung, Plat. Soph. 231 b; τὸ καθ. μέλος, zur Entsühnung, Arist. pol. 8, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à purifier.
Étymologie: καθαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρτικός -ή -όν [καθαρτής] reinigend, zuiverend:; τὰ μέλη τὰ καθαρτικά liederen met louterende uitwerking Aristot. Pol. 1342a 15; met gen. van iets:; τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος λίτρον de soort die olijfolie- en stofvlekken reinigt is soda Plat. Tim. 60d; subst. ἡ καθαρτική reinigingskunst. geneesk. purgerend; subst. τὸ καθαρτικόν purgeermiddel.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαρτικός: 3
1 служащий для чистки, выводящий пятна (λίτρον Plat.);
2 (духовно), очищающий, дающий успокоение, (μέλος Arst.);
3 мед. очищающий, слабительный (φάρμακον Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ καθαρτικός, -ή, -όν) καθαρτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν)
φάρμακο που παρέχεται εσωτερικά και προκαλεί την κένωση του στομάχου και του εντέρου ή γενικότερα την αποβολή τών περιττών ουσιών από τον οργανισμό, καθάρσιο
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στον εσωτερικό καθαρισμό του σώματος με κένωση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καθαρτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του εξαγνισμού, του καθαρισμού.
επίρρ...
καθαρτικῶς (Α)
με καθαρτικό, εξαγνιστικό τρόπο.

Greek Monotonic

κᾰθαρτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για να καθαρίζει ή να εξαγνίζει, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ καθαρίζῃ, ἁγνιστικός, Πλάτ. Τίμ. 60D· τὰ μέλη τὰ καθ. (ἴδε κάθαρσις Ι), Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 5· μετὰ γεν., καθ. ῥυπαριῶν Κέβητος Πίναξ 14· - ἡ καθαρτικὴ (δηλ. τέχνη), Πλάτ. Σοφιστ. 231Β. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρ. ὡς καὶ νῦν, φάρμακον καθαρτικὸν Πλούτ. 2. 999F· τὸ καθαρτικὸν μόνον Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· ὡσαύτως, καθαρτικὸς οἶνος Διοσκ. 5. 76.

Middle Liddell

κᾰθαρτικός, [from κᾰθαρτής]
for cleansing or purifying, Plat.

English (Woodhouse)

purifying

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)