ματαιολογία

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιολογία Medium diacritics: ματαιολογία Low diacritics: ματαιολογία Capitals: ΜΑΤΑΙΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: mataiología Transliteration B: mataiologia Transliteration C: mataiologia Beta Code: mataiologi/a

English (LSJ)

ἡ, idle talk, Diogenian.Epicur.2.16, 1 Ep.Ti.1.6, Plu.2.6f, Vett.Val.150.24 (pl.), al., Porph.Abst.4.16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vain ou sot langage, vain bavardage ; discours creux.
Étymologie: ματαιολόγος.

German (Pape)

ἡ, törichtes, eitles, vergebliches Geschwätz, Strab., Plut. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

μᾰταιολογία:пустая болтовня NT, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιολογία: ἡ, τὸ ματαιολογεῖν, ματαία, ἀνόητος ὁμιλία, Πλούτ. 2. 6F, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 16.

English (Strong)

from ματαιολόγος; random talk, i.e. babble: vain jangling.

English (Thayer)

ματαιολογιας, ἡ (ματαιολόγος), vain talking, empty talk (Vulg. vaniloquium): Plutarch, mor., p. 6f.; Porphyry, de abstin. 4,16.)

Greek Monolingual

η (ΑM ματαιολογία) ματαιολόγος
μάταιη, ανόητη ή άσκοπη ομιλία, κενολογία.

Chinese

原文音譯:mataiolog⋯a 馬台哦-羅居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:空虛-安置(說著)
字義溯源:閒談,虛談,空言,虛浮的話;源自(ματαιολόγος)=說虛空話的),由(μάταιος)=虛妄的)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成,其中 (μάταιος)出自(μάτην)=徒然), (μάτην)出自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作), (μασάομαι / μασσάομαι)又出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理)
同源字:1) (ματαιολογία)閒談 2) (ματαιολόγος)說虛空的話 3) (μάταιος)虛妄的 4) (ματαιότης)無益 5) (ματαιόω)成為虛空 6) (μάτην)徒然
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 虛談(1) 提前1:6