προσφοιτάω

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφοιτάω Medium diacritics: προσφοιτάω Low diacritics: προσφοιτάω Capitals: ΠΡΟΣΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: prosphoitáō Transliteration B: prosphoitaō Transliteration C: prosfoitao Beta Code: prosfoita/w

English (LSJ)

A go or come to frequently, resort to, τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς π. Lys.23.3, cf. Id.24.20, D.25.52, Hyp.Ath.6, IG22.1237.64; π. τισί associate with, Str.14.1.32; esp. go to a master, D.H.Rh.9.11, etc.; τοῖς παλαιοῖς λόγοις Plu.2.653b. II metaph., visit, τὰ κακὰ π. πρὸς τὸ γῆρας Antiph.240.

German (Pape)

[Seite 787] häufig zu Einem gehen; Lys. 23, 3; πρός τι, 24, 20, wie Dem. 25, 52; gew. von Schülern, Luc. Dem. enc. 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aller souvent chez ou vers, fréquenter.
Étymologie: πρός, φοιτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-φοιτάω geregeld bezoeken:. προσφοιτᾶν... πρὸς μυροπωλεῖον een parfumeriezaak frequenteren Lys. 24.20.

Russian (Dvoretsky)

προσφοιτάω: посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ αὐτῷ προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля).

Greek Monotonic

προσφοιτάω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω, προσφεύγω σε ένα μέρος, σε Δημ. κ.λπ.· προσφοιτάω τινί, επισκέπτομαι συνεχώς, συχνάζω, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

προσφοιτάω: ὑπάγω πολλάκις πρός τινα ἢ πρός τι, συχνάζω. τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς ἐπισκέπτομαι, Στράβ. 644· μάλιστα ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.

Middle Liddell

fut. ήσω
to go or come to frequently, to resort to a place, Dem., etc.; πρ. τινί to visit constantly, Strab.