αὐτάρκεια

From LSJ
Revision as of 14:55, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτάρκεια Medium diacritics: αὐτάρκεια Low diacritics: αυτάρκεια Capitals: ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ
Transliteration A: autárkeia Transliteration B: autarkeia Transliteration C: aftarkeia Beta Code: au)ta/rkeia

English (LSJ)

ἡ, A self-sufficiency, independence, Democr.246, Hp.Ep. 17, Pl.Phlb.67a, Arist.EN1097b7, Epicur.Ep.3p.63U., etc.; αὐτάρκεια ζωῆς Arist.Rh.1360b15; κτήσεως Id.Pol.1256b32; ἡ τῆς τροφῆς αὐτάρκεια Id.GA776b8. II concrete, a sufficiency, PFlor.242.8 (iii A. D.); a competence, Vett.Val.289.32.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -είη Hp.Ep.17
1 autosuficiencia, estado de bastarse a sí mismo, autarquía de bienes materiales, c. gen. ξενιτείη βίου αὐτάρκειαν διδάσκει Democr.B 246, αὐ. τροφῆς Democr.B 209, Arist.GA 776b8, αὐ. ζωῆς autosuficiencia de medios de existencia Arist.Rh.1360b14, ἡ κτήσεως αὐ. Arist.Pol.1256b32
abs. τὴν αὐτάρκειαν αἰσχυνόμενοι Plu.2.828c, cf. Numen.26.6, ἐκ προγενομένης πράξεως αὐ. ἔσται Vett.Val.277.18
en sent. moral autosuficiencia, estado de bastarse a sí mismo νοῦς ... καὶ ἡδονὴ ... στερομένοιν αὐταρκείας Pl.Phlb.67a.
2 como virtud conformidad, satisfacción con los propios recursos τὴν δὲ πλουσίην φύσιν καὶ πάντων τιθηνὸν δι' αὐταρκείης ὁρέων contemplando con satisfacción la rica naturaleza que nutre todo Hp.l.c., αὐ. ... ἕξις καθ' ἣν οἱ ἔχοντες αὐτοὶ αὐτῶν ἄρχουσιν Pl.Def.412b, φαίνεται δὲ καὶ ἐκ τῆς αὐταρκείας τὸ αὐτὸ συμβαίνειν. τὸ γὰρ τέλειον ἀγαθὸν αὔταρκες εἶναι δοκεῖ Arist.EN 1097b7, μέγα καὶ ἀσφαλὲς αὐ.· οὔτε γὰρ ἔχει τὸν φθονήσοντα οὔτε τὸν ἐπιβουλεύσαντα Pythag.Ep.1.1, αὐ. δὲ ἕξις ἀρκουμένη οἷς δεῖ καὶ δι' αὐτῆς ποριστικὴ τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Chrysipp.Stoic.3.67, τὴν αὐτάρκειαν δὲ ἀγαθὸν μέγα νομίζομεν Epicur.Ep.[4] 130, αὐ. καὶ δικαιοσύνη Plu.2.57c, αὐτάρκειαν ἄσκει practica la conformidad Sext.Sent.98, 334, cf. M.Ant.3.11
en lit. crist. ἔστιν δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας 1Ep.Ti.6.6, expl. exegéticamente φεύγειν προσήκει τὴν πλεονεξίαν, καὶ τὴν αὐτάρκειαν στέργειν Thdt.M.82.824D, μήτηρ δὲ αὐτῶν ἡ δικαιοσύνη, τιθηνὴ δὲ ἡ αὐ. Clem.Al.Paed.2.12.128, αὐ. δὲ τῇ χρείᾳ τούτων ὀρίζεται, ὧν ἄνευ ζῇν οὐκ ἔνι Chrys.M.61.534.
3 suficiencia de algo, cantidad suficiente μακάριος οὗ μνημονεύει ὁ θεὸς ἐν συμμετρίᾳ αὐταρκείας· ἐὰν ὑπερπλεονάσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαμαρτάνει LXX Psalm.Salom.5.16, πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες teniendo suficiente de todo, 2Ep.Cor.9.8, ἵνα δυναθῇς ἔχειν τὴν αὐτάρκειαν PFlor.242.8 (III d.C.), μηδενὸς εἶναι λέγων ἄξιον τὸ πάθος πρὸς αὐτάρκειαν τῆς αἰωνίου ἀνταποδόσεως A.Pass.Andr.11
suficiencia en la dieta, e.d., frugalidad ἡ γὰρ οἰκονομοῦσα τὸ ζῶον δύναμις αὐτάρκειαν μὲν καὶ λιτότητα ῥᾳδίως κατειργάσατο Basil.M.31.169A.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état de celui qui se suffit à lui-même ou fait qch par lui-même, autarcie.
Étymologie: αὐτάρκης.
NT: contentement ; modération des désirs

Russian (Dvoretsky)

αὐτάρκεια:
1 автаркия, независимость Plat., Arst.;
2 самоудовлетворенность, умение довольствоваться своим (οὐχ ὁ πλοῦτος, ἀλλ᾽ αὐ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάρκεια: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ αὐτάρκης, τὸ νὰ ἀρκῆταί τις εἰς ὅσα ἔχει, τὸ νὰ ζῇ τις ἀνέτως ἐκ τῆς ἑαυτοῦ περιουσίας, οἰκονομικὴ ἀνεξαρτησία, Πλάτ. Φίλ. 67Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 5, κ. ἀλλ.· αὐτ. ζωῆς ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 5, 3· κτήσεως ὁ αὐτ. Πολ. 1. 8, 14· ἡ τῆς τροφῆς αὐτάρκεια ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 6.

English (Strong)

from αὐτάρκης; self-satisfaction, i.e. (abstractly) contentedness, or (concretely) a competence: contentment, sufficiency.

English (Thayer)

αὐταρκείας, ἡ (αὐτάρκης, which see), a perfect condition of life, in which no aid or support is needed; equivalent to τελειότης κτήσεως ἀγαθῶν, Plato, def., p. 412b.; often in Aristotle, (defined by him (pol. 7,5 at the beginning, p. 1326{b}, 29) as follows: τό πάντα ὑπάρχειν καί δεῖσθαι μηθενός ἀυταρκες; cf. Lightfoot on a sufficiency of the necessaries of life: a mind contented with its lot, contentment: Diogenes Laërtius 10,130).

Greek Monolingual

η (AM αὐτάρκεια) αυτάρκης
1. το να είναι κανείς αυτάρκης
2. τα απαραίτητα τρόφιμα
3. η επάρκεια
νεοελλ.
η δημιουργία μιας κλειστής αυτοδύναμης οικονομίας που μπορεί να παράγει όλα τα αναγκαία για ένα κράτος.

Greek Monotonic

αὐτάρκεια: ἡ, επάρκεια σε ό,τι έχει κανείς, η ανεξαρτησία, αυτάρκεια, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From αὐτάρκης
sufficiency in oneself, independence, Plat.

Chinese

原文音譯:aÙt£rkeia 凹特-阿而咳阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:同一的-足夠(性)
字義溯源:自滿,知足,充足;源自(αὐτάρκης)=自足的);由(αὐτός)=自己)與(ἀρκέω)*=滿足)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(2);林後(1);提前(1)
譯字彙編
1) 知足(1) 提前6:6;
2) 充足(1) 林後9:8

English (Woodhouse)

ability to support oneself

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)