τυραννίς

From LSJ
Revision as of 09:51, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννίς Medium diacritics: τυραννίς Low diacritics: τυραννίς Capitals: ΤΥΡΑΝΝΙΣ
Transliteration A: tyrannís Transliteration B: tyrannis Transliteration C: tyrannis Beta Code: turanni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, voc. A τυραννί S.OT380:—monarchy, sovereignty, μεγάλης οὐκ ἐρέω τ. Archil.25, cf. Pi.P.2.87, 11.53 (pl.), S.OT535, E.Ba.43, etc.; of the sovereignty of Zeus, ἡ Διὸς τ. A.Pr. 10, al., cf. infr. 11.2:—but more freq. II despotic rule, obtained by force or fraud, tyranny, Simon.71, Hdt.3.53,81, Ar.V.417, Th.1.13, etc.; τυραννίδα ἔχετε τὴν ἀρχήν (of the Athenians) Id.3.37; τ. ὑμῶν lordship over you, D.2.30: metaph., ἡ ἐπιθυμιῶν ἐν ψυχῇ τ. Pl. Lg.863e. 2 in concrete sense, ἡ Διὸς τ. royal Zeus, S.Fr.345: pl., αἱ τυραννίδες, = οἱ τύραννοι, Hdt.8.137; ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τ. A.Ch.973. 3 territory or resources of a princeling, Liv.38.14.12. III fem. of τύραννος, princess, LXX Es.1.18. IV name of a medicine, Gal.14.165.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
voc. τυραννί;
pouvoir despotique, despotisme, tyrannie : τυραννὶς ὑμῶν DÉM pouvoir tyrannique sur vous ; p. ext. le tyran lui-même : αἱ τυραννίδες HDT c. οἱ τύραννοι.
Étymologie: τύραννος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυραννίς -ίδος, ἡ [τύραννος] heerschappij van een tyrannos, alleenheerschappij; concr. alleenheerser:; ἡ διπλῆ τυραννίς het alleenheerserspaar Aeschl. Ch. 973; met gen. obj.:; ὥσπερ ἐκ τυραννίδος ὑμῶν als het ware op basis van tirannie over u Dem. 2.30; pregn. tirannieke macht:. ἐπιθυμιῶν ἐν ψυχῇ τ. de tirannieke macht van de begeerten in de ziel Plat. Lg. 863e.

German (Pape)

ίδος, ἡ, Herrschaft eines Tyrannen, unumschränkte, willkürliche Herrschaft, Gewaltherrschaft, überhaupt Oberherrschaft; Schol. Aesch. Prom. 224 bemerkt τὸ τυραννίδος ὄνομα τοῖς μὲν παλαιοτάτοις ἄγνωστον· οὗτος δὲ ὁ ποιητὴς οἶδεν αὐτό, καὶ πρὸ αὐτοῦ Ἀρχίλοχος (frg. 2); vgl. Schol. argum. Soph. O.R. ὀψέ ποτε τοῦδε τοῦ ὀνόματος εἰς Ἕλληνας διαδοθέντος κατὰ τοὺς Ἀρχιλόχου χρόνους, καθάπερ Ἱππίαςσοφιστής φησι; Pind. P. 2.87, 11.53; Διός, Aesch. Prom. 357, und öfter in diesem Stücke, wie sonst; ὦ πλοῦτε καὶ τυραννί, Soph. O.R. 380, und öfter, Königsherrschaft; oft bei Eur.; Her. oft, der auch αἱ τυραννίδες = οἱ τύραννοι braucht, 8.137; vgl. Aesch. Ch. 967; τυραννίδα καθίστασθαι, Ar. Vesp. 502; Plat. oft, gew. im tadelnden Sinne. Bei Isocr. = βασιλεῖαι, 3.22. – In LXX. fem. von τύραννος.

Russian (Dvoretsky)

τῠραννίς: ίδος ἡ
1 верховная власть, владычество, господство (Διός Aesch.; τῶν ἐπιθυμιῶν Plat.);
2 тираннический образ правления, тиранния (sc. Περιάνδρου Her.): τ. τῶν Μακεδόνων Her. тиранническая власть над македонцами;
3 тиранн Her.: ἡ διπλῆ τ. Aesch. двое тираннов, т. е. Эгист и Клитемнестра.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννίς: -ίδος, ἡ, κλητ. τυραννὶ Σοφ. Ο. Τ. 380· - βασιλικὴ ἐξουσία, ἀρχή, ἀνωτάτη κυβέρνησις, δεσποτεία, Πινδ. Π. 2. 159., 11. 81, καὶ Τραγ.· - ἀλλὰ συνηθέστερον, ΙΙ. ἀπόλυτος ἀρχή, δεσποτικὴ ἐξουσία, ἣν λαμβάνει τις διὰ τῆς βίας ἢ δι’ ἀπάτης (ἴδε τύραννος), Ἀρχίλ. 21, Σιμωνίδ. 71, Ἡρόδ. 3. 53, 81, Ἀριστοφ. Σφ. 417, Θουκ., κλπ.· τυραν. ὑμῶν, ἡ ἐφ’ ὑμᾶς κυριαρχία, κυβέρνησις, Δημ. 27.1· - μεταφ., ἡ τῶν ἐπιθυμιῶν ἐν ψυχῇ τ. Πλάτ. Νόμ. 863Ε. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ τυραννίδες, = οἱ τύραννοι, Ἡρόδ. 8. 137· πρβλ. ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τυραννίδα Αἰσχύλ. Χο. 973. ΙΙΙ. θηλ. τοῦ τύραννος, ὡς τὸ βασιλίς, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Α΄, 18).

English (Slater)

τῠραννίς tyranny ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.87) τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων (P. 11.53)

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. τυραννίδα.

Greek Monotonic

τῠραννίς: -ίδος, ἡ, κλητ. τυραννί (τύραννος), ·
I. βασιλική εξουσία, ανωτάτη αρχή, ηγεμονία, σε Πίνδ., Τραγ.
II. 1. απόλυτη αρχή, δεσποτική εξουσία, σε Ηρόδ., Αττ.· τυραννὶς ὑμῶν, η κυριαρχία πάνω σας, σε Δημ.
2. πληθ., αἱ τυραννίδες = οἱ τύραννοι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

τῠραννίς, ίδος, ἡ, τύραννος
I. kingly power, sovereignty, Pind., Trag.
II. absolute power, despotic rule, Hdt., attic; τ. ὑμῶν lordship over you, Dem.
2. pl., αἱ τυραννίδες, = οἱ τύραννοι, Hdt.

English (Woodhouse)

despotism, kingship, tyranny

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)