ἀνεμώνη
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ,
A poppy anemone, Anemone coronaria, Cratin.98, Pherecr.108.25, Theoc.5.92, Thphr.HP7.10.2; ἀνεμώνη ἥμερος Dsc.2.176.
2 ἀνεμώνη ἀγρία = scarlet wind-flower, Anemone fulgens, ibid.; also called ἀνεμώνη φοινικῆ Crateuas Fr.4; ἀνεμώνη λειμωνία = scarlet anemone, meadow anemone Thphr.HP6.8.1.
3 ἀνεμώνη ὀρεία, mountain wind-flower, Anemone blanda, ibid.; αἷμα ῥόδον τίκτει, τὰ δὲ δάκρυα τὰν ἀνεμώνη Bion 1.66.
II metaph., ἀνεμῶναι λόγων = flowers of speech (with suggestion of emptiness), Luc.Lex. 23.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀνεμώνᾱ Theoc.5.92, Bio 1.66; eol. ἀμώνα Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
I bot.
1 anémona coronada, Anemone coronaria L., Cratin.98, Pherecr.108.25, Theoc.l.c., Bio l.c., Thphr.HP 7.10.2, Artem.1.77, Nonn.D.8.210, 11.237, 15.355
•llamada ἥμερος Dsc.2.176.
2 anémona de los jardines, Anemone hortensis L., llamada ἀγρία Dsc.2.176, φοινική Crateuas Fr.4.
3 ἀνεμώνη λειμωνία anémona de los prados, Anemone pavonina L., Thphr.HP 6.8.1 (pero = 1 según otros).
4 ἀνεμώνη ὀρεία quizá Anemone blanda Schott y Kotschy, Thphr.HP 6.8.1.
5 quizá Anemone apennina L., Dsc.2.176, Plin.HN 21.64.
6 una anémona indeterminada, usada como medicinal, Hp.Mul.1.16
•tb. indeterminada, Dsc.2.182.
II ἀνεμώνη μάζης εἶδος καὶ φίλημα Hsch., cf. Poll.6.76, Phot.p.132R.
III fig. ἀνεμῶναι τῶν λόγων = vaciedades Luc.Lex.23.
• Etimología: Etim. dud. Para unos, deriv. de ἄνεμος, c. lo que la flor sería una especie de ‘rosa de viento’ o ‘flor de viento’. Para otros se trata de un prest. tal vez sem., rel. c. el n. propio hebr. Naămān.
German (Pape)
[Seite 223] ἡ, Anemone, eigtl. Windblume, da sie vom Winde leicht entblättert wird, Theophr.; ἀνεμώνη τῶν λόγων, gezierter Ausdruck, Luc. Lexiph. 23, windige Redeblumen.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
anémone, fleur qui s'ouvre au moindre vent.
Étymologie: ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμώνη: дор. ἀνεμώνα ἡ бот. анемона, ветреница Theocr.: ἀνεμῶναι λόγων Luc. бросаемые на ветер слова.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώνη: ἡ, τὸ γνωστὸν ἄνθος, ἀνεμωνῶν κάλυξί τ’ ἠριναῖς Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 3· ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 25, κτλ., πρβλ. Βίωνα 1. 66 ― μεταφρ., ἀνεμῶναι λόγων, τὰ εὐκόλως μαραινόμενα καὶ παρερχόμενα ἄνθη τῶν λόγων, οἱ κενοὶ λόγοι, Λουκ. Λεξιφ. 23: ― καθ᾿ Ἡσυχ. «ἀνεμώνη· μάζης εἶδος· καὶ φίλημα· καὶ ἡ μήκων· καὶ τὸ ἄνθος· καὶ πᾶν φυτὸν ταχέως ὑπὸ ἀνέμων φθειρόμενον, καὶ μάταιον καὶ ἀνεμῶδες». ― Ἐν Νικάνδρ. Ἀποσπ. 2. 64 (παρ᾿ Ἀθην. 624C,) ὡσαύτως καὶ ἀνεμωνίς, ίδος, ἡ.
Greek Monolingual
και ανεμώνα (Α ἀνεμώνη και ἀνεμωνίς, -ίδος)
ανθοφόρο φυτό σε διάφορες ποικιλίες
νεοελλ.
Ζωολ. θαλάσσια ανεμώνα
ονομασία για διάφορα Ανθόζωα
αρχ.
φρ. «ἀνεμῶναι τῶν λόγων» — λόγια του αέρα (Λουκιανός).
[ΕΤΥΜΟΛ. ανεμώνη «κόρη του ανέμου» < άνεμος + -ώνη, θηλ. πατρωνυμικό επίθημα. Κατ’ άλλους, η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. άνεμος, ενώ είναι σημιτικής προέλευσης. Συνδέεται με το εβραϊκό Naăman, «ευχαρίστηση, τέρψη», επίθετο του Αδώνιδος από το θ. του Nā ‘ēm «ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος» (πρβλ. φρ. nit‘ēe na‘ămānin «φυτά της τέρψης», Ησαΐας 17: 10)].
Greek Monotonic
ἀνεμώνη: ἡ (ἄνεμος), το λουλούδι του ανέμου, η ανεμώνη, σε Βίωνα.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: a plant, anemone (Cratin.)
Derivatives: ἀνεμωνίς f. = ἀνεμώνη ἥμερος (Nic.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Derivation from ἄνεμος Strömberg Pflanzennamen 77. Improbable Semitic etymology, Lewy Fremdw. 49. Prob. a loan-word, perhaps from the substratum.
Middle Liddell
ἄνεμος
the wind-flower, anemone, Bion.
Frisk Etymology German
ἀνεμώνη: (Kom., Thphr. usw.).
{anemṓnē}
Meaning: Pflanzenname, Windblume (Lehnübersetzung),
Derivative: Ableitung ἀνεμωνίς f. = ἀνεμώνη ἥμερος (Nik., Nonnos).
Etymology: Prellwitz’ Herleitung aus ἄνεμος sucht Strömberg Pflanzennamen 77 mit verschiedenen Argumenten zu stützen. Unwahrscheinliche semitische Etymologie bei Lewy Fremdw. 49.
Page 1,105-106
Mantoulidis Etymological
(=τό ἄνθος τοῦ ἀνέμου). Ἀπό τό ἄνεμος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ bot. anémona Τυφωνίου μέλανος γραφή· ἀνεμώνης, φλωγίτιδος, χυλοῦ κινάρας escrito con tinta de Tifón: anémona, carbúnculo, jugo de alcachofa P XII 97
Translations
anemone
Arabic: شَقِيقَة النُّعْمَان; Armenian: հողմածաղիկ; Catalan: anemone; Czech: sasanka; Danish: anemone; Dutch: anemoon; Esperanto: anemono; Faroese: skógarsólja; Finnish: vuokko; French: anémone; German: Windröschen, Anemone; Greek: ανεμώνη; Ancient Greek: ἀνεμώνη; Hebrew: כַּלָּנִית; Icelandic: anemóna, skógarsóley; Ido: anemono; Irish: lus na gaoithe, anamóine; Italian: anemone; Japaneae: アネモネ; Kazakh: желайдар; Kurdish Central Kurdish: گوڵاڵە; Norman: anémône d'la sînmie; Norwegian Nynorsk: symre; Persian: آلاله; Polish: zawilec, anemon; Portuguese: anémona, anémone, anêmona, anêmone; Romanian: anemonă; Russian: анемон, ветреница; Sardinian Campidanese: némula; Logudorese: némula; Sassarese: nèmura, urtigiàda; Slovak: sasanka; Slovene: vétrnica; Spanish: anémona; Swahili: shufari, uapepo; Swedish: sippa; Tagalog: anemona; Turkish: dağ lalesi, anemon; Volapük: naemun, lalpanaemun