πέδονδε
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
A Adv. to the ground, earthwards, Il.13.796, h.Cer.253, S. Tr.786. 2 to the bottom, π. κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598.
German (Pape)
[Seite 542] adv., zu Boden, zur Erde, niederwärts; Il. 13, 793 Od. 11, 598; πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Tr. 783.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 vers la terre, à terre avec mouv.
2 vers la plaine.
Étymologie: πέδον, -δε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέδονδε of πέδον δε [πέδον] adv., naar de grond, omlaag.
Russian (Dvoretsky)
πέδονδε: adv.
1 на землю, вниз Hom., Soph.;
2 на равнину Hom.
Greek (Liddell-Scott)
πέδονδε: Ἐίρρ., πρὸς τὰ κάτω πρὸς τὴν γῆν, Ἰλ. Ν. 796. Σοφ. Τ. 786· - πρὸς τὴν πεδιάδα, πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδὴς Ὀδ. Λ. 598.
English (Autenrieth)
to the ground, earthward.
Greek Monolingual
Α
(τοπ. επίρρ.) προς το έδαφος, προς τα κάτω
2. στην πεδιάδα, στον κάμπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε)].
Greek Monotonic
πέδονδε: επίρρ.,
1. προς το έδαφος, προς τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
1. to the ground, earthwards, Il., Soph.
2. to the plain, Od.