φιλοφροσύνη

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοφροσύνη Medium diacritics: φιλοφροσύνη Low diacritics: φιλοφροσύνη Capitals: ΦΙΛΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: philophrosýnē Transliteration B: philophrosynē Transliteration C: filofrosyni Beta Code: filofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, (φιλόφρων) A friendliness, kindliness, Il.9.256; τινος towards one, Hdt.5.92.γ; εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Pl.Lg. 628c; κοινωνεῖν φιλοφροσύνης ib.640b; τυχεῖν Plu.Pyrrh.11; δέξασθαι φιλοφροσύνην Id.Mar.40; νέμειν τινί Id.Cat.Mi.3; διὰ φιλοφροσύνην Pl.Lg.740e; μετὰ φιλοφροσύνης Plu.2.124c: pl., friendly greetings, welcomes, σὺν φιλοφροσύναις δέξασθαι Pi.O.6.98; ποικίλαι φ. Phld. Lib.p.29 O.; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι ἡδίους Luc.Im.21. II cheerfulness, gaiety, X.Smp.2.24 (pl.), Plu.2.128d.

German (Pape)

[Seite 1288] ἡ, liebreiche, freundliche Behandlung, Wohlwollen; Il. 9, 256; τινός, Her. 5, 92, 3; – auch Bewirthung, Begrüßung, σὺν φιλοφροσύναις εὐηράτοις Pind. Ol. 6, 98; u. in Prosa: Plat. Legg. I, 628 c; τῶν ξυνοικούντων V, 740 e; ἡ μετ' ἀλλήλων Pol. 1, 36, 1; Sp., wie Plut. Thes. 30; im plur., Rom. 8 Num. 20; – Heiterkeit, Fröhlichkeit, Xen. Conv. 2, 24.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 sentiment d'amitié ou de bienveillance, bonté : τινος HDT, πρός τινα PLUT pour qqn ; περί τι PLUT pour qch;
2 belle humeur, gaîté.
Étymologie: φιλόφρων.

Russian (Dvoretsky)

φιλοφροσύνη: ἡ тж. pl.
1 благожелательное отношение, дружелюбие (φιλοφροσύνης τινὸς εἵνεκεν Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение),;
2 радостное настроение, веселье Plut.: τὰς φιλοφροσύνας ἐγείρειν Xen. возбуждать веселье.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφροσύνη: ἡ, (φιλόφρων) φιλικὴ διάθεσις, εὔνοια, Ἰλ. Ι. 256· τινός, πρός τινα, Ἡρόδ. 5. 92. 3· εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 628C· φιλοφροσύνης κοινωνεῖν αὐτόθι 640Β· τυχεῖν Πλουτ. Πύρρ. 11· φιλοφροσύνην δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 40· νέμειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεώτ. 3· ― διὰ φιλοφροσύνην Πλάτ. Νόμ. 740Ε· μετά, ὑπὸ φιλοφροσύνης Πλούτ. 2. 124C· ― ἐν τῷ πληθ., φιλικὸς ἀσπασμός, φιλικὴ ὑποδοχή, δεξίωσις, σὺν φιλοφροσύναις δέχεσθαι Πινδ. Ο. 6. 165· φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Λουκ. Εἰκόν. 21· ― πρβλ. φιλοφρόνησις. ΙΙ. εὔθυμος διάθεσις, εὐθυμία, φαιδρότης, Ξεν. Συμπ. 2. 24, Πλούτ.

English (Autenrieth)

(φρήν): kindliness, friendly temper, Il. 9.256†.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόφρων, ονος]
1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση
νεοελλ.
1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία
2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη»
διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών
αρχ.
1. ευδιαθεσία, ευθυμία
2. στον πληθ. αἱ φιλοφροσύναι
φιλική υποδοχή.

Greek Monotonic

φῐλοφροσύνη: ἡ (φιλόφρων
I. φιλία, εύνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· τινός προς κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ.
II. ευθυμία, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλοφροσύνη, ἡ, φιλόφρων
I. friendliness, kindliness, Il.; τινός towards one, Hdt.; πρός τινα Plat.: pl. friendly greetings, Pind.
II. cheerfulness, Xen.

English (Woodhouse)

(see also: φιλόφρων) good-will, good will

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

friendliness

Chinese Mandarin: 友好, 親切/亲切; Danish: venlighed; Dutch: vriendelijkheid; Finnish: ystävällisyys; French: gentillesse, cordialité; German: Freundlichkeit; Greek: φιλικότητα; Ancient Greek: ἐνηείη, ἐπιτηδειότης, εὐπροσηγορία, εὐσυναλλαξία, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, τὸ φιλόφρον, προσφίλεια, φιλημοσύνη, φιλία, φιλοφροσύνη; Hungarian: barátságosság; Icelandic: vingjarnleiki; Irish: cairdiúlacht; Japanese: 友好, 親切; Korean: 우호, 우정; Low German German Low German: Fründlichkeit; Norwegian Bokmål: vennlighet; Nynorsk: venlegheit, vennlegheit, vennligheit; Portuguese: cordialidade, amizade; Romanian: amabilitate, prietenie, atitudine prietenoasă; Russian: дружелюбие; Scottish Gaelic: càirdeas; Spanish: amigabilidad; Volapük: flenöf; Welsh: cyfeillgarwch