ἀπολαγχάνω

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαγχάνω Medium diacritics: ἀπολαγχάνω Low diacritics: απολαγχάνω Capitals: ΑΠΟΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: apolanchánō Transliteration B: apolanchanō Transliteration C: apolagchano Beta Code: a)polagxa/nw

English (LSJ)

A obtain a portion of a thing by lot, λαγχάνειν ἄπο μοῖραν ἐσθλῶν B.4.20; τῶν κτημάτων τὸ μέρος ἀ. Hdt.4.114, cf. 115; τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν Id.5.57; τῆς γῆς Id.4.145; μόριον ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Id.7.23; ὡς ἀλλὰ ταῦτά γ' ἀπολάχωσ' οἴκων πατρός that they may obtain.., E.HF331; cf. Antipho Fr.63, Leg.Gort.5.4, al.
II fail in drawing lots, ἀ. κριτής Lys.4.3, cf. Plu. Cat.Mi.6, 2.102e: generally, lose one's all, be left destitute, E.Ion609.

Spanish (DGE)

• Morfología: [part. aor. cret. ἀπολα[κ] όνσα ICr.4.72.5.4 (Gortina V a.C.)]
I tr. recibir una parte por suerte μοῖραν ἐσθλῶν B.4.20, τῶν κτημάτων τὸ μέρος Hdt.4.114, τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν Hdt.5.57, μόριον Hdt.7.23, ὡς ἀλλὰ ταῦτά γ' ἀπολάχωσ' οἴκων πατρός E.HF 331, κρέματα ICr.l.c.
II intr.
1 gener. fallarle a uno la suerte E.Io 609, Plu.Cat.Mi.6.
2 no ser elegido para un cargo público, c. pred. del suj. κριτής Lys.4.3, cf. Plu.2.102e.

German (Pape)

[Seite 310] (s. λαγχάνω), 1) durchs Loos von etwas bekommen, τῶν κτημάτων τὸ μέρος Her. 4. 114. 115; vgl. 7, 23; übh. erhalten, bekommen, Eur. Herc. fur. 330. – 2) nicht durchs Loos erhalten, wie ἀπο. τυγχάνω, Eur. Ion. 621; Plut. Cat. min. 6; ἐβουλόμην ἂν μὴ ἀπολαχεῖν αὐτὸν κριτήν Lys. 4, 3, daß er durchs Loos zum Richter bestimmt wäre.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπολήξομαι, ao.2 ἀπέλαχον;
1 obtenir par le sort une part de, acc.;
2 ne pas obtenir du sort.
Étymologie: ἀπό, λαγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολαγχάνω: (fut. ἀπολήξομαι, aor. 2 ἀπέλᾰχον)
1 получать по жребию (τῶν κτημάτων τὸ μέρος Her.): ἀπολαχεῖν κριτήν Lys. быть избранным по жребию в судьи;
2 получать (οἴκων πατρός τι Eur.);
3 терпеть неудачу, оставаться ни с чем Eur., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι: ― λαμβάνω ὡς μερίδιον, λαμβάνω μερίδιον διὰ κληρώσεως, ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον Ἡρόδ. 4. 115· τὸ μέρος 114· ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν ὁ αὐτ. 5. 57, πρβλ. 4. 145· μόριον ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε ὁ αὐτ. 7. 23· ὡς… ταῦτά γ’ ἀπολάχωσ’ οἴκων πατρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 331. 2) λαγχάνω, «ἀπολαχεῖν, ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ λαχεῖν», Ἀντιφῶν ἐν τῷ κατὰ Φιλίνου, κτλ., Ἁρποκρ., ἴδε λαγχάνω Ι. 2. ΙΙ. ἀποτυγχάνω ἐν τῇ κληρώσει, Λυσ. 101, 3, Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 6., 2.102Ε: καθόλου, χάνω πᾶν ὅ,τι ἔχω, μένω ἔρημος πάντων, Εὐρ. Ἴων 609.

Greek Monolingual

ἀπολαγχάνω (Α)
λαγχάνω
1. παίρνω μερίδιο με κλήρο
2. αποτυχαίνω σε κλήρωση
3. τα χάνω όλα, μένω έρημος.

Greek Monotonic

ἀπολαγχάνω: μέλ. —λήξομαι,
I. αποκτώ με κλήρο μερίδιο ενός πράγματος, τῶν κτημάτων τὸ μέρος ἀπολαγχάνω, σε Ηρόδ.· γενικά, αποκτώ, μου λαχαίνει, σε Ευρ.
II. αποτυγχάνω στην κλήρωση, σε Πλούτ.· γενικά, έχω στερηθεί τα πάντα, είμαι απερημωμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell


I. to obtain a portion of a thing by lot, τῶν κτημάτων τὸ μέρος ἀπ. Hdt.; generally to obtain, Eur.
II. to fail in drawing lots, Plut.: generally to be left destitute, Eur.