φλεγέθω
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
poet. form of φλέγω, only pres.:
I trans., scorch, burn up, πῦρ πόλιν φλεγέθει Il.17.738:—Pass., ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί 23.197.
II intr., blaze, flare up, πυρὶ φλεγέθοντι 21.358, cf. Orph.Fr.194; πυρσοί τε φλεγέθουσι Il.18.211; κεραυνοῦ φλεγέθοντος Hes.Th.[846]; [Ἅλιος] λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.Tr.99 (lyr.), cf. E.Ph.169 (lyr.): metaph., blaze forth, shine, A.Supp.88 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1290] poet. Nebenform von φλέγω, nur im praes. gebräuchlich, – a) trans. brennen, sengen, verbrennen, in Brand setzen, πῦρ πόλιν φλεγέθει Il. 17, 738, u. pass., ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί 23, 197. – b) intrans. brennen, in Feuer stehen; Il. 18, 211. 21, 328; Hes. Th. 846; πάντα τ οι φλεγέθει κἀν σκότῳ Aesch. Suppl. 87; ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Soph. Trach. 99, von der Sonne, wie Eur. Phoen. 172.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. Act. et Pass;
1 tr. allumer une flamme ; brûler, consumer, acc.;
2 intr. être enflammé ; brûler, être ardent.
Étymologie: φλέγω.
Russian (Dvoretsky)
φλεγέθω:
1 сжигать (πόλιν Hom.); pass. сгорать (πυρί Hom.);
2 гореть, сверкать (πῦρ φλεγέθει Hom.): φλεγέθων βολαῖς ἁλίου Eur. сияющий лучами солнца; φ. κἀν σκότῳ Aesch. светить и во тьме.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγέθω: ποιητ. τύπος τοῦ φλέγω, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστῶτι· Ι. μεταβ., καίω, κατακαίω, καταφλέγω, πῦρ πόλιν φλεγέθει Ἰλ. Ρ. 738 ― Παθ., ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροὶ Ψ. 197. ΙΙ. ἀμετάβ., καίομαι, φλέγομαι, ἀναδίδω φλόγας, πυρὶ φλεγέθοντι Φ. 358· πυρσοί τε φλεγέθουσι Σ. 211· ἐπὶ κεραυνοῦ, κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος Ἡσ. Θεογ. 846· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τραχ. 99, Εὐρ. Φοίν. 169· μεταφ., ἀναλάμπω, λάμπω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 87.
English (Autenrieth)
pass. opt. 3 pl. φλεγεθοίατο: parallel form of φλέγω, blaze, glow; trans., burn up, consume, Il. 17.738, Il. 23.197. (Il.)
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.)
1. (μτβ.) καταφλέγω> κατακαίω («πῦρ πόλιν φλεγέθει», Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) α) φλέγομαι, καίγομαι («πυρσοί τε φλεγέθουσι», Ομ. Ιλ.)
β) (κυριολ. και μτφ.) λάμπω, αστράφτω (α. «κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.
β. «Διὸς ἵμερος... παντᾶ τοι φλεγέθει κἀν σκότῳ μελαίνᾳ ξὺν τύχᾳ μερόπεσσι λαοῖς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. ο οποίος απαντά μόνο στον ενεστ. και έχει σχηματιστεί από τη ρίζα του ρ. φλέγω με το ενεστωτικό επίθημα -έ-θω, που δηλώνει εμφαντικά το τέλος της πράξης (πρβλ. θαλ-έ-θω: θάλλω, τελ-έθω: τέλομαι)].
Greek Monotonic
φλεγέθω: ποιητ. τύπος του φλέγω, μόνο σε ενεστ.
I. μτβ., καίω, καψαλίζω, κατακαίω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, στο ίδ.
II. αμτβ., καίγομαι, φλέγομαι, λέγεται για τη φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον ήλιο, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
φλεγέθω, [poetic form of φλέγω only in pres.]
I. trans. to burn, scorch, burn up, Il.:—Pass., ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί Il.
II. intr. to blaze, flare up, of fire, Il.; of the sun, Soph., Eur.