γῦρος
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ,
A ring, circle, Plb.29.11.5; γῦρος οὐρανοῦ, γῦρος γῆς, LXX Jb.22.14, Is.40.22; perhaps an ornament, bangle, Men.334.
2 trench made round a tree, Thphr. CP 3.4.1, Orph.Fr.280.4; γύρους περισκάψας Alciphr.3.13.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. gyrus
1 círculo τῷ κλήματι γῦρον ... περιέγραψεν Plu.2.202f, cf. Plb.29.27.5, οὐρανοῦ LXX Ib.22.14, γῆς LXX Is.40.22.
2 vuelta de un caballo en la pista, Verg.G.3.115, Ou.AA 3.384, Manil.5.75, de las naves en torno a la meta, Sidon.Epist.2.2.19
•giro de una peonza, Verg.Aen.7.379
•órbita de un planeta o astro, Cat.66.6, Hor.Sat.2.2.26, Seneca Ep.12.6.
3 arco iris Val.Flac.6.132, Sil.Ital.4.451.
4 anillo de una serpiente, Verg.Aen.5.85, Manil.1.331, Statius Theb.5.550.
5 pista redonda, picadero de caballos, Prop.3.14.11, Statius Silu.5.3.139
•corro κελεύσας ... ἡμῖν γῦρον ποιῆσαι, ἀποκρατούντων τὰς ἀλλήλας χεῖρας A.Io.94.5.
6 plu. γῦροι = ambages de la dialéctica, Gell.16.8.17.
7 alcorque Thphr.CP 3.4.1, Orph.Fr.280.4, Nonn.D.47.69, ἐλ(αιῶν) ILesb.17A.6, B.4, τί γὰρ γ. ἐστιν οὐ συνίημι Men.Fr.285, γύρους περισκάψας Alciphr.2.10.1, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 512] ὁ, Krümmung, Kreis, Pol. 29, 11, 5; Plut. reg. apophth.; bes. eine runde Grube zum Bäumepflanzen, Theophr.; Ael. H. A. 9, 32 u. Geopon.; vgl. Artemid. 2, 24. – Nach Phryn. 417 brauchte das Wort auch Men., den er darüber tadelt.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cercle, rond ; particul. fosse creusée circulairement pour planter un arbre.
Étymologie: γυρός.
Russian (Dvoretsky)
γῦρος: ὁ круг или окружность (τὸν γῦρον περι γράψαι Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γῦρος: ὁ, κύκλος, Πολύβ. 29. 11, 5· κυκλικὸς λάκκος πρὸς ἐμφύτευσιν δένδρου, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 4, 1.
Greek Monolingual
ο (Α γῡρος, Μ γύρος)
1. κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος
2. κάθε κυκλοτερές πράγμα
3. περιστροφή, περιφορά
4. περιοδεία, περίπατος
νεοελλ.
φρ.
1. «τρεις στον γύρο» — μεταξύ τους
2. «τά φέρνω γύρο» — τά καταφέρνω με κάποια δυσκολία, κυρίως στους όρους διαβίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύρος ανάγεται σε IE gū «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» με παρέκταση σε -ρ-.
ΠΑΡ. γυρώ
αρχ.
γυραλέος μσν. γυρίν, γύρωθεν
μσν.- νεοελλ.
γυράζω, γυρίζω, γύροθεν
νεοελλ.
γύρα επίρρ., γύρο, γύρω.
ΣΥΝΘ. αρχ. γυρητόμος, γυροδρόμος, γυροειδής
νεοελλ.
γυροβολώ, γυρογυριά, γυρολόγος, γυρομαντεία, γυρομάντης, γυρόμετρο, γυροπατώ, γυροπετώ, γυροπόδι, γυροπυξίδα, γυροσκέπαστος, γυροσκόπιο, γυροστάτης, γυροσφόνδυλος, γυροτείχιστος, γυροτρίγυρα, γυροτριγυρίζω, γυροτριγύρω, γυροτρόπιο, γυροφέρνω, γυροφούστανο].
Greek Monotonic
γῦρος: ὁ, δαχτυλίδι, κύκλος, σε Πολύβ.