κοσμιότης

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμιότης Medium diacritics: κοσμιότης Low diacritics: κοσμιότης Capitals: ΚΟΣΜΙΟΤΗΣ
Transliteration A: kosmiótēs Transliteration B: kosmiotēs Transliteration C: kosmiotis Beta Code: kosmio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, propriety, decorum, Ar.Pl.564, Pl.Plt. 307 b, Zeno Stoic.1.58, etc.; κ. καὶ σωφροσύνη Pl.Grg. 508 a; opp. ἀκολασία, Arist.EN1109a16: pl., τὰς αἰσχύνας καὶ κ. Phld.Mus.p.44 K.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
bon ordre ; modération d'esprit ou de caractère, convenance, décence.
Étymologie: κόσμιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμιότης -ητος, ἡ [κόσμιος] fatsoenlijk gedrag, fatsoen:. κοσμιότης οἰκεῖ μετ’ ἐμοῦ fatsoen leeft bij mij Aristoph. Pl. 564.

German (Pape)

ητος, ἡ, die Eigenschaft des κόσμιος, ein ordentliches, gesetztes, gesittetes Betragen, Anstand, Ehrbarkeit, nach Plat. defin. 412d ὕπειξις ἑκουσία πρὸς τὸ φανὲν βέλτιστον, εὐταξία περὶ κίνησιν σώματος; neben σωφροσύνη, Gorg. 508a; Ar. Plut. 564; διὰ κοσμιότητος ζημιοῦν Dem. 59.80; [[Gegensatz]] der ἀκολασία, Arist. Eth. 2.8; Sp., wie Luc. Tim. 55.

Russian (Dvoretsky)

κοσμιότης: ητος ἡ скромность, (добро)порядочность, честность (κ. καὶ σωφροσύνη Plat., Plut.).

Greek Monotonic

κοσμιότης: -ητος, ἡ, κοσμιότητα, ευπρέπεια, ευταξία, πρέπουσα συμπεριφορά, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμιότης: -ητος, ἡ, τάξις, εὐταξία, εὐπρέπεια, φρόνιμος διαγωγή, Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ σωφροσύνη ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ ἀκολασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. κομψότης.

Middle Liddell

κοσμιότης, ητος, [from κόσμιος
propriety, decorum, orderly behaviour, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

orderliness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)