πενθήμερος

From LSJ
Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθήμερος Medium diacritics: πενθήμερος Low diacritics: πενθήμερος Capitals: ΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: penthḗmeros Transliteration B: penthēmeros Transliteration C: penthimeros Beta Code: penqh/meros

English (LSJ)

πενθήμερον, of five days, ἀγών Sch. Pi.O.5.13; κατὰ πενθήμερον for alternate periods of five days, X.HG 7.1.14; once in every five days, Arist.Ath.30.4; also καθ' ἑκάστην πενθήμερον SIG364.9 (Ephesus, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 555] fünftägig, κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι, Xen. Hell. 7, 1, 14, abwechselnd

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de cinq jours ; κατὰ πενθήμερον XÉN pendant cinq jours.
Étymologie: πέντε, ἡμέρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθήμερος -ον [πέντε, ἡμέρα] vijfdaags.

Greek Monolingual

και πενταήμερος, -η, -ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες
2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» — κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες
νεοελλ.
το πενθήμερο
α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών
β) (κατ' επέκτ.) εργάσιμη εβδομάδα πέντε ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + ἡμέρα. Ο τ. πενταήμερος μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].

Greek Monotonic

πενθήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί πέντε μέρες, κατὰ πενθήμερον, λέγεται για διαδοχικά διαστήματα των πέντε ημερών, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πενθήμερος: -ον, πέντε ἡμερῶν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 5. 13· - κατὰ πενθήμερον, ἐναλλὰξ ἀνὰ πέντε ἡμέρας, ἀκούσαντες ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι μετεπείσθησαν καὶ ἐψηφίσαντο κατὰ πενθήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14· ἴδε ἐν λ. πεμπάς.

Middle Liddell

πενθ-ήμερος, ον,
of five days, κατὰ πενθήμερον for alternate spaces of five days, Xen.