ἀσύμφυλος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἀσύμφυλον, not akin, unlike, Dsc.1Praef.3, J.AJ11.6.5, Luc.Hist.Conscr.11; incompatible, unsuitable, Plu.2.709b, etc. Adv. ἀσυμφύλως Sch.Il.9.643.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no es de la misma clase o tipo, diferente de abstr. δυνάμεις Dsc.1 praef.3, τὸ πρὸς τὴν θάλατταν ἔχθος ὡς ἀσύμφυλον ἡμῖν el odio al mar como algo no relacionado con nosotros Plu.2.729a, b
•de pers. ὁ δὲ ἀσυμφύλους καὶ ἀσυναρμόστους ἐπάγων introduciendo éste gente de tipos diferentes e incorruptibles Plu.2.709b
•subst. τὸ ἀσύμφυλον Luc.Hist.Cons.11.
2 antisocial ἔθνος I.AI 11.212, ἡδοναί Plu.2.993d, ἀλλοτριότης Gr.Nyss.Eun.1.224.6.
3 inadecuado τροφαί Plu.2.996a.
German (Pape)
[Seite 380] eigtl. nicht stammverwandt; übertr., fremd, neben ἀλλότρια Plut., nicht zusammenpassend, Symp. 8, 8, 2; καὶ ἀνάρμοστος Luc. Qu. hist. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non de la même tribu ou de la même famille, étranger;
2 incompatible.
Étymologie: ἀ, σύμφυλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύμφῡλος: досл. принадлежащий к другой филе перен. неродственный, чуждый, неподходящий (τινι Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμφῡλος: -ον, ὁ μὴ σύμφυλος, ξένος, ἀνόμοιος, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ., Πλούτ. 2. 709Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -λως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 643.
Greek Monolingual
ἀσύμφυλος, -ον (Α) σύμφυλος
μη συγγενικός, ανόμοιος.