ἠλιτόμηνος
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ἠλιτόμηνον, missing the right month, i.e. untimely born, Il.19.118, Tryph.556, Plu.2.358e, AP12.228 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1163] den rechten Monat verfehlend, zu früh geboren, Il. 19, 118; παῖς Strat. 70 (XII, 228).
French (Bailly abrégé)
ος, όν :
né avant terme litt. qui trompe sur le nombre de mois.
Étymologie: ἀλιταίνω, μήν².
Russian (Dvoretsky)
ἠλῐτόμηνος: преждевременно рожденный (Εὐρυσθεύς Hom.; παῖς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐτόμηνος: -ον, ὁ τοῦ μηνὸς ἁμαρτών, ἀστοχήσας, προώρως γεννηθείς, Ἰλ. Τ. 118, Ἀνθ. Π. 12. 228· ἴδε ἀλιτήμερος.
English (Autenrieth)
(ἀλιτεῖν, μήν): untimely born, Il. 19.118†.
Greek Monolingual
ἠλιτόμηνος, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον
η πρόωρη γέννηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ- του αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + -μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν εκτείνεται για μετρικούς λόγους. Το -ο-, που στην εξέλιξη της γλώσσας αποτέλεσε το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν του α' συνθετικού με το β' στα σύνθετα, εμφανίζεται ήδη στα ομηρικά έπη αντί του συνηθέστερου -ε- (πρβλ. αγχέμαχος, εχέβοιος) σε ορισμένα άπαξ λεγόμενα, όπως αμαρτο-επής, ηλιτό-μηνος, φυγο-πτόλεμος κ.ά.].
Greek Monotonic
ἠλῐτόμηνος: -ον (ἤλιτον, μήν), αυτός που χάνει το σωστό μήνα, δηλ. ο γεννημένος πρόωρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: prop. "missing the right month" (Schwyzer 442; thus Vos, s. below), i. e. born too early (Τ 118; after this AP, Plu.).
Origin: IE [Indo-European] [672] *h₂leit- make a mistake, miss
Etymology: Late analogical formations are ἠλιτο-εργός (AP), ἠλιτόμηνις ὁ μάτην ἐγκαλῶν H., -μητιν (Epic. in Arch. Pap. 7, 5, Fr. 1 R. 49; see ad loc.). - Verbal governing compound from the aorist ἀλιτεῖν (s. ἀλείτης) and μήν with metrical lengthening of ἀ- to ἠ- (ἀλιτόξενος Pi. O. 10, 6). On the compositional vowel -o- Schwyzer 442 and Sommer Nominalkomp. 125ff.; on the 2. member ib. 59. Further Vos Glotta 34, 290ff..
Middle Liddell
ἠλῐτό-μηνος, ον ἤλιτον, μήν]
missing the right month, i. e. untimely born, Il.
Frisk Etymology German
ἠλιτόμηνος: {ēlitómēnos}
Meaning: eig. "den Monat verfehlend" ("im Monat sich vergreifend" Schwyzer 442; ähnlich Vos, s. u.), d. h. zu früh geboren (Τ 118; danach AP, Plu. u. a.).
Etymology: Späte Analogiebildungen sind ἠλιτοεργός (AP), ἠλιτόμηνις· ὁ μάτην ἐγκαλῶν H., -μητιν (Epic. in Arch. Pap. 7, 5, Fr. 1 R. 49; vgl. ad loc.). — Verbales Rektionskompositum aus dem Aorist ἀλιτεῖν (s. ἀλείτης) und μήν mit metrischer Dehnung von ἀ̆- zu ἠ- (ἀ̆λιτόξενος Pi. O. 10, 6). Über den Kompositionsvokal -o- Schwyzer 442 und ausführlich Sommer Nominalkomp. 125ff.; über die Bildung des Hinterglieds ebd. 59. S. noch Vos Glotta 34, 290ff. m. reicher Lit.
Page 1,632