καλήμερος

From LSJ
Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλήμερος Medium diacritics: καλήμερος Low diacritics: καλήμερος Capitals: ΚΑΛΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: kalḗmeros Transliteration B: kalēmeros Transliteration C: kalimeros Beta Code: kalh/meros

English (LSJ)

καλήμερον, bringing a fair day (opp. κακήμερος), AP9.508 (Pall.); καλήμερε, Χαῖρε Mim.Oxy.413.67.

German (Pape)

[Seite 1308] der einen guten Tag hat, Pallad. 143 (IX, 508).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des jours heureux, qui a un jour de bonheur.
Étymologie: καλός, ἡμέρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλήμερος -ον [καλός, ἡμέρα] die een gelukkige dag heeft.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλήμερος: имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.

Greek Monolingual

καλήμερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακροήμερος, ολοήμερος].

Greek Monotonic

κᾰλήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καλήμερος: -ον, ἔχων καλὰς ἢ εὐτυχεῖς ἡμέρας, Ἀνθ. Παλ. 9.508.

Middle Liddell

κᾰλ-ήμερος, ον ἡμέρα
with fortunate days, Anth.