ὑομουσία

From LSJ
Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑομουσία Medium diacritics: ὑομουσία Low diacritics: υομουσία Capitals: ΥΟΜΟΥΣΙΑ
Transliteration A: hyomousía Transliteration B: hyomousia Transliteration C: yomousia Beta Code: u(omousi/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, swine's music, swinish taste in music, Ar.Eq.986(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, Saumusik oder Saugesang, Ar. Equ. 981.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
éducation de porc.
Étymologie: ὗς, μοῦσα.

Russian (Dvoretsky)

ὑομουσία: ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑομουσία: ἡ, χοιρομουσική, χοιρίνη πρὸς μουσικὴν διάθεσις, «χοιρῳδία, ἀπαιδευσία» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 986.

Greek Monolingual

ἡ, Α
απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -μουσία (< -μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλομουσία].

Greek Monotonic

ὑομουσία: [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο γούστο στη μουσική, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὑο-μουσία, ἡ,
swine's music, swinish taste in music, Ar.