ἑλικτός
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
English (LSJ)
(or εἱλικτός), ή, όν,
A rolled, twisted, wreathed, βοῦς κεράεσσιν ἑλικτάς h.Merc.192; δράκων S Tr.12, cf. Pae.Delph.19; κισσός E.Ph.652 codd. (lyr.); στέφανος Chaerem.7; βόστρυχος Theodect.6.4; κλῖμαξ ἑλικτή winding staircase, Callix.1; ἑλικτὸν κύτος = a wheeled ark, E.Ion40; εἱλικτὸν κρούειν πόδα, of dancers (cf. ἑλίσσω 1.3), Id.El. 180 (lyr.); σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά Theoc.1.129; ἑλικτά, of insects that can roll or double themselves up, Arist.PA682b24, 692a2: Comp. ἑλικτότερος Hsch.
II metaph., tortuous, not straightforward, ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιές E.Andr.448; obscure, Lyc.1466.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. fem. -ά Theoc.1.129, Pae.Delph.23; εἱλι- E.El.180, Vit.Prophet.p.47.12, Et.Gud.583.20; εἰλι- Ps.Democr.p.50.11, Zos.Alch.165.16
I 1retorcido, tortuoso, serpenteante, sinuoso c. dat. limitativo βοῦς ... πάσας κεράεσσιν ἑλικτάς h.Merc.192, sin rég. δράκων ἑ. S.Tr.12, cf. Pae.Delph.l.c., Mart.Phil.V 24, ἡ νῆξις de peces y ciertas serpientes, Ael.NA 15.9, σπήλαιον ... εἱλικτὸν ... καὶ ἀπόκρυφον ἐξ ἐπιπέδου Vit.Prophet.l.c., fig. ἑλικτὰ κὀυδὲν ὑγιὲς ... φρονοῦντες E.Andr.448, ἔπη Lyc.1466
•trenzado, entretejido κρατὶ δ' ἔχων λεύκαν πάνοθι πορφυρέαισι περὶ ζώστραισιν ἑλικτάν y llevando en mi cabeza el blanco álamo trenzado todo alrededor con cintas púrpuras Theoc.2.122, cf. Chaerem.7, μινύθεσκε δ' ἑ. ἁρμονίη ... τελαμώνων Triph.10.
2 que forma espiral, espiral κισσός E.Ph.652, βόστρυχος Trag.Adesp.626g, ἴουλος λεπτὸς καὶ ἑλικτός en una planta, Thphr.HP 3.18.11, κλῖμαξ ἑ. escalera de caracol Callix.1 (p.165.4), cf. LXX 3Re.6.8, ψελίων χρυσῶν ἑλικτῶν ζεῦγος un par de ajorcas de oro en forma de espiral, PSI 1263.19 (II d.C.), de la letra Σ parecida a un bucle Theodect.6.4, cf. Clem.Al.Paed.2.10.104
•alquim. que forma espirales, arremolinado δὸς ὀπτᾶσθαι φωσὶν εἰλικτοῖς ref. al movimiento del fuego, Ps.Democr.l.c., cf. Zos.Alch.l.c., τὸ πνεῦμα Et.Gud.l.c.
•del cabello, compar. ἑ. que tiene muchos rizos glos. a πολυπλόκους Hsch.
3 envolvente, que rodea, que ciñe ἀναπτύξας κύτος ἑλικτὸν ἀντίπηγος habiendo dejado al descubierto la envolvente cavidad del cesto que acogía al niño, E.Io 40, καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν toma también esta siringe con cera pegada que huele a miel, colocada en torno al labio Theoc.1.129
•neutr. plu. como adv. πεφυραμένην οἴσει αὐτήν, ἑλικτά llevará (la ofrenda) amasada, formando rollos LXX Le.6.14.
4 zool. retráctil, replegable de insectos, Arist.PA 682b24, cf. Ael.NA 16.18
•que puede enrollarse o replegarse de serpientes e insectos, Arist.PA 692a2.
II ref. al ‘círculo’
1 que se mueve en círculo, que gira εἱλικτὸν κρούσω πόδ' ἐμόν E.El.180, ὁ ῥόμβος AP 6.309 (Leon.), ἀκτίνεσσιν ἑλικταῖς con radios que giran dicho del molino de agua AP 9.418 (Antip.Thess.).
2 sent. dud., tal vez hecho a torno subst. τὸ ἑλικτόν = cierta vasija, ID 442B.210 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 797] p. auch εἱλ., gewunden, gedreht, gekrümmt (vgl. ἑλίσσω); H. h. Merc. 192 u. A.; sich schlängelnd, δράκων Soph. Tr. 12; κισσός Eur. Phoen. 652; πόδα κρούσω, vom Fuße des Tanzenden, El. 180; σύρνγξ Theocr. 1, 129; στέφανοι, werden als eine besondere Art Kränze aufgeführt, Ath. XV, 659 e; κλίμαξ, Wendeltreppe, V, 206 a. Übertr., gewunden, trügerisch, Eur. Andr. 448; unklar, dunkel, Lycophr. 1466.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui s'enroule ou se recourbe;
2 fig. tortueux, fourbe ; sombre, obscur.
Étymologie: ἑλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλικτός: поэт. εἱλικτός 3 [adj. verb. к ἑλίσσω
1 извивающийся, клубящийся (δράκων Soph.): εἱλικτὸν πόδα ἑαυτοῦ κρούειν Eur. кружиться в пляске;
2 вьющийся (κισσός Eur.);
3 выгнутый, изогнутый (κύτος Eur.): βοῦς κεράεσσιν ἑλικταί HH криворогие коровы; σύριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά Theocr. сиринга с выемкой для губ;
4 свертывающийся в клубок (τὰ ἔντομα Arst.);
5 хитрый, коварный (βουλευτήρια Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικτός: ἡ, ον, (ἑλίσσω) γυριστός, συνεστραμμένος, βοῦς κεράεσσιν ἑλικτάς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 192· δράκων Σοφ. Τρ. 12· κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651· στέφανος Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 679F· βόστρυχος Θεοδέκτ. παρ’ Ἀθην. 454Ε· κλῖμαξ ἑλ., ἑλικοειδής, Ἀθήν. 209Β· ἑλ. κύτος, κιβώτιον μετὰ τροχῶν κάτωθεν, Εὐρ. Ἴων. 40· ἑλικτὸν κρούειν πόδα, ἐπὶ χορευτῶν (πρβλ. ἑλίσσω Ι), ὁ αὐτ. Ἠλ. 180· σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτὰ Θεόκρ. 1. 129. ἑλικτὰ ἢ μὴ ἑλικτά, ἐπὶ ἐντόμων, τὰ συγκαμπτόμενα ἢ μὴ συγκαμπτόμενα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6., 4. 11. 17. ΙΙ. μεταφ., διεστραμμένος, οὐχὶ εὐθύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 448.· ἀσαφής, σκοτεινός, ἑλικτὰ κωτίλλουσα, συνεστραμμένα καὶ σκοτεινὰ λέγουσα, Λυκόφρ. 1466.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἑλικτός, -ή, -όν
Α και εἱλικτός, -ή, -όν)
1. στριφτός, στριφογυριστός
2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής
αρχ.
(για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές.
Greek Monotonic
ἑλικτός: -ή, -όν (ἑλίσσω)·
I. γυριστός, στριφογυριστός, συνεστραμμένος, στριφτός, πλεγμένος, σε Ύμν. Ομηρ., Σοφ.· ἑλ. κύτος, κιβώτιο με τροχούς από κάτω, σε Ευρ.· σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά, κινείται γρήγορα, σε Θεόκρ.
II. μεταφ., διεστραμμένος, ασαφής, σκοτεινός, στριμμένος, ύπουλος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἑλικτός, ή, όν ἑλίσσω
I. curved, twisted, wreathed, Hhymn., Soph.; ἑλ. κύτος a wheeled ark, Eur.; σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά moving quickly, Theocr.
II. metaph. tortuous, Eur.