στώμυλμα
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
-ατος, τό, = στωμυλία, Id.Ra.943.
II of persons, chatterbox, ib.92, quoted by D.H.Rh.10.18.
German (Pape)
[Seite 960] τό, = στωμ υλία, im plur., Ar. Ran. 92. 941.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. στωμυλία.
Étymologie: στωμύλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στώμυλμα -ατος, τό [στωμύλλω] kletspraat. Aristoph. Ran. 943. van personen praatjesmaker. Aristoph. Ran. 92.
Russian (Dvoretsky)
στώμυλμα: ατος τό
1 вздор, чепуха, пустяк, Arph.;
2 болтун, пустомеля Arph.
Greek (Liddell-Scott)
στώμυλμα: τό, = στωμυλία, Ἀριστοφ. Βάτρ. 943. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στωμύλματα· περιλαλήματα». ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀδόλεσχος, λάλος, «πολυλογᾶς», αὐτόθι 92· πρβλ. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 18.
Greek Monolingual
και στόμυλμα, -ύλματος, τὸ, Α στωμύλλω
1. στωμυλία
2. (ως χαρακτηρισμός προσ.) φλύαρος, πολυλογάς
3. (κατά τον Ησύχ.) «στωμύλματα
περιλαλήματα».
Greek Monotonic
στώμυλμα: -ατος, τό, = στωμυλία, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
στώμυλμα, ατος, τό, [from στωμύλλω = στωμυλία, Ar.]
Translations
chatterbox
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame