ἀγωνιστής

From LSJ
Revision as of 13:50, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγωνιστής Medium diacritics: ἀγωνιστής Low diacritics: αγωνιστής Capitals: ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: agōnistḗs Transliteration B: agōnistēs Transliteration C: agonistis Beta Code: a)gwnisth/s

English (LSJ)

ἀγωνιστοῦ, ὁ,
A combatant, ἀγωνισταὶ πικροί E.Ion1257:—esp. competitor in the games, Hdt.2.160, 5.22; generally, opp. κριτής, Isoc.2.13, Th.3.37, etc.:—as Adj., ἀγωνισταὶ ἵπποι race-horses, Plu.Them.25.
2 pleader, debater, Pl.Phdr.269d, Tht. 164c.
3 actor, Arist.Pr.918b28; θεωροῖς εἴτ' ἀγωνισταῖς Achae.3; ἀγωνιστὴς τραγικῶν παθῶν Timae.119.
II master in any art or science, Isoc.15.201,204; ἄκρος ἀγωνιστὴς [τῆς γεωμετρίας] [D.]61.44.
III c. gen., one who struggles for a thing, champion, ἀγωνιστὴς τῆς ἀρετῆς, ἀγωνιστὴς τῆς ἀληθείας, Aeschin.3.180 (pl.), Plu.2.16c.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1competidor, participante en los juegos Hdt.2.160, 5.22, Call.Fr.265.9, ἀ. δρόμων Philostr.Gym.33
fig. E.Io 1257
como adj. ἀ. ἵπποι caballos de carreras Plu.Them.25, D.C.61.6.1
gener. competidor, contrincante op. κριτής Th.3.37, Isoc.2.13, en certámenes musicales οἱ τῆς μουσικῆς ἀγωνισταί IG 12(9).189.38 (Eretria IV a.C.), en certámenes de lucha τὰ θέματα τοῖς ἀγωνισταῖς αὐξήσαντα IEphesos 24C.12 (II d.C.).
2 polemista, discutidor οὐ φάσκοντες ἀγωνισταὶ ἀλλὰ φιλόσοφοι εἶναι Pl.Tht.164c, cf. Phdr.269d.
3 en el teatro actor Arist.Pr.918b28, Achae.3, Timae.105.
II fig.
1 que lucha por algo o en favor de algo, campeón c. gen. τῆς ἀρετῆς Aeschin.3.180, LXX 4Ma.12.14, τῆς πράξεως Plb.2.40.2, τῆς ἀληθείας Plu.2.16c ἀληθινῶν ἔργων Aristid.Or.26.77
sin gen. ὅπως ... πλείους ἀγωνισταὶ γίνωνται ὑπὲρ τῶν συμφερόντων τῇ πόλει IG 11(4).1055.16 (Delos III a.C.), cf. IG 22.687.34 (III a.C.).
2 maestro de un arte o ciencia, Isoc.15.201, τῆς γεωμετρίας ... ἀγωνιστὴν γενέσθαι D.61.44.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. athlète ; adj. ἀγωνισταῖ ἵπποι PLUT chevaux de course, càd de race;
II. p. ext. 1 tout homme qui lutte par la parole ou par l'action, avocat, orateur dans une discussion, champion en gén.
2 maître dans un art, dans une science.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.

German (Pape)

ὁ, der Kampfer, bes. in den Kampfspielen, Her. 5.22; oft bei Plat.; auch in der Schlacht, Xen. Cyr. 1.5.11; ἵπποι ἀγ., Pferde zum Wettrennen, Plut. Them. 25. Übh. wer etwas eifrig betreibt, z.B. τῆς ἀρετῆς Aesch. 3.180; ἀληθείας, Verfechter der Wahrheit, Plut. poet. aud. 2; ἄκρος ἀγ., ein Meister in seiner Kunst, Dem. 61.44; ἀγ. προῄρημαι μᾶλλον εἶναι τῶν πόνων ἢ διδάσκαλος τῶν ἄθλων, ich will mich lieber selbst im Kampfe anstrengen, als Andere kämpfen lehren, 61.48. – Schauspieler, bei Athen. XII.537d. Öffentlicher Redner, Plat. Phaedr. 269d; vgl. Thuc. 3.37.

Russian (Dvoretsky)

ἀγωνιστής: οῦ ὁ
1 участник соревнования, соперник Her., Isocr.: ἵπποι ἀγωνισταί Plut. лошади для состязаний;
2 спорящая сторона, участник спора Thuc., Plat.;
3 борец, защитник, ревнитель (τῆς ἀρετῆς Aeschin.; τῆς ἀληθείας Plut.);
4 мастер, знаток (τῆς γεωμετρίας Dem.);
5 актер Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγωνιζόμενος, ὁ ἀντίπαλος, μάλιστα κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Ἡρόδ. 2. 160., 5. 22, Ἰσοκρ. 17C, κτλ.: - ὡς ἐπίθ., ἀγ. ἵπποι, ἵπποι διὰ τοὺς ἀγῶνας ἠσκημένοι, Πλουτ. Θεμ. 25. 2) συνήγορος, δικηγόρος, συζητητής, ἀντίπαλος ἐν τῇ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 269D, Θεαίτ. 164C, πρβλ. Θουκ. 3, 37. 3) ὑποκριτής, ἠθοποιός, Ἀριστ. πρβλ. 19, 15· θεωροῖς εἴτ’ ἀγωνισταῖς, Ἀχαιὸς ἐν’ «Ἄθλοις» παρ’ Ἀθ. 417F· (ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke γράφεται ταγηνισταῖς)· ἀγ. τραγικῶν παθῶν, Τίμαι. 119. ΙΙ. ὁ φιλότιμος διδάσκαλος ἐν πάσῃ τέχνῃ ἢ ἐπιστήμῃ, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. 201, 204· ἄκρος ἀγ. [τῆς γεωμετρίας], Δημ. 1414. 20. ΙΙI. μ. γεν., ὁ ἀγωνιζόμενος περί τινος πράγματος· ἀγ. τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀληθείας, πρόμαχος τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀληθ., Αἰσχίν. 79. 31, Πλούτ. 2. 16C.

Greek Monotonic

ἀγωνιστής: -οῦ, ὁ (ἀγωνίζομαι),
I. 1. αγωνιζόμενος, συναγωνιζόμενος, αντίπαλος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως επίθ., ἀγωνισταὶ ἵπποι, άλογα αγώνων δρόμου, σε Πλούτ.
2. συζητητής, αντίπαλος στη συζήτηση, σε Πλάτ.
II. με γεν., αυτός που αγωνίζεται, που προσπαθεί για κάτι· τῆς ἀρετῆς, πρόμαχος αρετής, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ἀγωνίζομαι
I. a rival at the games, competitor, Hdt., etc.:—as adj., ἀγ. ἵπποι race- horses, Plut.
2. a debater, opponent, Plat.
II. c. gen. one who struggles for a thing, τῆς ἀρετῆς Aeschin.

English (Woodhouse)

politically, rival

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

certator, contender, combatant, 3.37.4.