δῶμα

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῶμα Medium diacritics: δῶμα Low diacritics: δώμα Capitals: ΔΩΜΑ
Transliteration A: dō̂ma Transliteration B: dōma Transliteration C: doma Beta Code: dw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (δέμω)

   A house, πατρώϊον ἵκετο δ. Il.21.44, etc.; mainly poet., but once in Hdt., 2.62 (pl.), and in late Prose (v. infr.), but never in Att. Prose: also, chief room, hall, θάλαμον καὶ δ. καὶ αὐλήν Il.6.316, cf. Od.17.329, al.: hence, pl. for a single house, 2.259, freq. in Trag., A.Ag.607, S.Tr.332, E.Or.301, etc.    2 of the gods, ἀθάνατοι Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες Il.2.13, etc.; κλυτὰ δ. βένθεσι λίμνης, of Poseidon, 13.21; freq. of Pluto, δῶμ' Ἀΐδαο the nether world, Od.12.21; ὦ δῶμ' Ἀΐδου καὶ Περσεφόνης S.El.110; Πλούτωνος δ. E.HF808 (lyr.); of a temple, Pi.P.4.53, A.Eu.242, etc.: pl., Hdt.2.62, S.OT71.    3 δῶμα Καδμεῖον, i.e. Thebes, ib.29.    4 housetop, LXX De.22.8, Ev.Matt.24.17, Babr.5.5, POxy.475.22 (ii A.D.), etc.    II household, family, A.Ag.1468 (lyr.), S.OT1226, etc.; cf. δῶ.

German (Pape)

[Seite 694] τό, das Haus, die Wohnung; entstanden aus δόμημα (?) oder aus δόμα (?); verwandt δέμω, δέμας, δόμος, δομέω, δῶ, das Latein. domus, Sanskrit. dam und damas. Von Homer an öfters bei Dichtern. Nicht selten plural. Homerisch anstatt des singular.: Odyss. 7, 102 vgl. mit vs. 93, Iliad. 1, 600 vgl. mit vs. 570, Odyss. 10, 287 vgl. mit vs. 276. Sowohl von Götterwohnungen als von Menschenwohnungen: Haus des Tydeus Iliad. 14, 121, des Odysseus Odyss. 2, 259, des Eumäus Odyss. 16, 78; vom Hause des Eumäus Odyss. 14, 381 ἤλυθ' ἐμὸν πρὸς σταθμόν· ἐγὼ δέ μιν ἀμφαγάπαζον, var. lect. Scholl. ἤλυθ' ἐμὰ πρὸς δώματ'· ἐγώ. vgl. Odyss. 16, 66 ἤλυθ' ἐμὸν πρὸς σταθμόν, ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλί. ξω, vom Hause des Eumäus; Haus des Zeus Iliad. 1, 533, des Okeanos Iliad 14, 311, des Poseidon Iliad. 13, 21 Odyss 5, 381; Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες. die Götter, Odyss. 20, 79; θεοὶ Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες Iliad. 1, 18; οἱ δ' ἄλλοι οὔ σφιν πάρεσαν θεοί, ἀλλὰ ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθείατο, ἧχι ἑκάστῳ δώματα καλὰ τέτυκτο κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο Iliad. 11, 77; δῶμ' 'Ἀίδαο, die Unterwelt, Iliad. 15, 251 Odyss. 12, 21. Auch Bezeichnung für das Hauptgemach des Huses, den Männersaal, wo die Gastmahle stattfinden: Iliad. 1, 600 Odyss. 17, 479. 20, 149. 21, 378. Bes. interessant Odyss. 22, 494 αὐτὰρ Ὀδυσ σεὺς εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν: was ist hier δῶμα und was μέγαρον? Und Iliad. 6, 316 Ἕκτωρ δὲ πρὸς δώματ' Ἀλεξάνδροιο βεβήκει καλά, τά ῥ' αὐτὸς ἔτευξε σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ ἐριβώλακι τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν ἐγγύθι τε Πριάμοιο καὶ Ἕκτορος, ἐν πόλει ἄκρῃ. Katachrestisch heißt das Zelt des Achilleus δώματα Iliad. 24, 512, Scholl. Aristonic. δώματ': ἡ διπλῆ, ὅτι καταχρηστικῶς τὰς σκηνὰς οὕτως εἶπεν, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 24, 572; Lehrs Aristarch. p. 152. Eben so, katachrestisch, heißt die Höhle der Kalypso δῶμα Odyss. 5. 208. 242. und δώματα Odyss. 5, 6. 1, 51, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 32. – In Prosa Herodot. 2, 62 ἔν τινι νυκτὶ λύχνα καίουσι πάντες πολλὰ ὑπαίθρια περὶ τὰ δώματα κύκλῳ. – Oefters Pindar und die Tragiker; ὦ δῶμ' Ἀΐδου καὶ Περσεφόνης, ὦ χθόνι' Ἑρμῆ καὶ πότνι' Ἀρὰ. σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες, αἳ τοὺς ἀδίκως θνήσκοντας ὁρᾶτ', ἔλθετ', ἀρήξατε Soph. El. 110; ὃς γᾶς ἐξέβα θαλάμων, Πλούτωνος δῶμα λιπὼν νέρτερον Eurip. Herc. fur. 808; von Tempeln, Soph. O. R. 71; vgl. Pind. P. 4, 95; denn die Tempel sind Wohnungen der Götter; – das Hauptzimmer, der Saal, wo sich die Männer versammeln, Callim. Cer. 64. – Uebertr., wie unser Haus, = Geschlecht, Λαβδάκεια Soph. O. R. 1226; öfter bei Tragg., z. B. Aesch. Ag. 1468; Eur. Hec. 624; dah. nennt Soph. O. R. 29 Theben Κάδμειον δῶμα. Vgl. auch δῶ u. δόμος.

Greek (Liddell-Scott)

δῶμα: -ατος, τό, (δέμω) οἰκία, παρ’ Ὁμ. καὶ ἄλλοις ποιηταῖς (πρβλ. δόμος), ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. 2. 62, 1, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.· ὡσαύτως, μέρος οἰκίας, τὸ κύριον δωμάτιον, ἡ αἴθουσα ἐν ἧ ἦτο ἡ ἑστία, Ἰλ. Ζ. 316, καὶ συχν. ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς μόνης οἰκίας, Ὀδ. Β. 259, καὶ συχν. παρὰ Τραγ. 2) ἐπὶ τῆς κατοικίας τῶν θεῶν, θεοὶ Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες Ἰλ. Β. 13, κτλ.· κλυτὰ δ. βένθεσι λίμνης, ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Ν. 21· καὶ συχν. ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, δῶμ’ Ἀΐδαο, ὁ κάτω κόσμος, Ὀδ. Μ. 21· ὦ δῶμ’ Ἀΐδου καὶ Περσεφόνας Σοφ. Ἠλ. 110· δ. Πλούτωνος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 808· - ἐπὶ ναοῦ, Πινδ. Π. 4. 95, Αἰσχύλ. Εὐμ. 242, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 62, Σοφ. Ο. Τ. 71. 3) δῶμα Καδμεῖον, δηλ. αἱ Θῆβαι, Σοφ. Ο. Τ. 29. ΙΙ. οἶκος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468, Σοφ. Ο. Τ. 1226, κτλ. - Πρβλ. δῶ, δόμος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
construction, d’où
I. maison, demeure ; δῶμ’ Ἀΐδαο, Ἀΐδου SOPH demeure d’Hadès, càd les enfers ; particul.
1 chambre principale, salle où l’on se réunit = μέγαρον;
2 temple;
3 p. ext. demeure en gén. ; ville, cité;
II. fig. maison, famille.
Étymologie: R. Δαμ, bâtir ; cf. δέμω, δόμος.