μάταιος
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
[μᾰ], α, ον A.Pr.331, Th.442, Ag.422 (lyr.), etc.; also ος, ον ib.1151, Ch.82, Eu.337 (all lyr.), S.OC780, E.IT628, Pl.Sph. 231b, D.1.18: (μάτη):— I vain, empty, idle: 1 of words, acts, etc., μάταια νομίζομεν Thgn.141, cf. 487,492, etc.; μ. λόγοι idle tales or words, Hdt.7.10.ή; μ. ἔπεα ib.11; δόξαι φέρουσαι χάριν μ. A. Ag.422 (lyr.); μ. ὑλάγματα, ποιφύγματα, ib.1672, Th.281; μ. εὐχή E.l.c.; μάταια βάζειν τινά Id.Hipp.119; μ. τι δρᾶσαί τινα Id.Cyc.662 (lyr.); μ. ἂν εἴη πόνος Pl.Ti.40d; μ. ἡδονή S.l.c.; δοξοσοφία Pl.Sph. l.c.; ὄρεξις Arist.EN1094a21; τὰ μ. ἀναλώματα useless expenses, POxy.58.20 (iii A.D.); but also, μ. ἔπος a word of offence, Hdt.3.120. 2 of persons, empty, foolish, ματαιότεροι νόον Thgn.1025, cf. Hdt.2.173, S.Tr.863,888 (lyr.), Ar.V.338, Amips.9 (Sup.); φῦλον ματαιότατον Pi.P.3.21; worthless, S.Ant.1339 (lyr.). II rash, irreverent, profane, freq. in A., μ. γλῶσσα Pr.l.c., Ag.1662 (troch.); φρονήματα Th.438; αὐτουργίαι μ., of matricide and the like, Eu.l.c.; χαρὰ μ. mad merriment, Th.442; μ. ἀνοσίων τε κνωδάλων Supp.762; τὸ μὴ μ. seriousness, gravity, ib.198; ψαύειν ματαίαις χερσί S.Tr. 565. III Adv. -ως idly, without ground, ib.940, Emp.39.2, E.Fr.908.4; ὀχλεῖν τοῖς ἀνθρώποις Aen.Tact.6.1; μ. ἐρεῖν to no purpose, Pl.Ep.331d; ταλαιπωρῆσαι Polystr.p.31 W.
German (Pape)
[Seite 100] att. oft 2 Endgn, eitel, nichtig, von Sachen, ohne Kraft u. Wirkung, auch leichtfertig; λόγος, ἔπος, Theogn.; Posse, Zote, Her. 3, 120. 6, 68. – Von Menschen, eitel, thöricht, albern, φῦλον ἐν ἀνθρώποισιν ματαιότατον, Pind. P. 3, 21; oft bei den Tragg. von Menschen u. Sachen, γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται, durch die thörichte, unbesonnene Zunge, Aesch. Prom. 329, wie Ag. 1647; χαρᾷ ματαίᾳ, Spt. 424; μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος, Ch. 286; ματαίων ἀνοσίων τε κνωδάλων, Suppl. 743; ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Tr. 562, er tastet mit frechen, frevelnden Händen an; ἆρ' ἂν ματαίου τῆσδ' ἂν ἡδονῆς τύχοις; O. C. 784; πότερον ἐγὼ μάταιος, Trach. 860, bethört, wahnsinnig, wie κλύειν ἀνδρὸς ματαίου Ai. 1141; καὶ μανιώδεις κύνες, Xen. Mem. 4, 1, 9; ὅστις ἐμπόρῳ χρῆται τέχνῃ μάταιος, Eur. Phoen. 962; λόγων ματαίων ἕνεκα, Med. 450; frech, καὶ παιγνιήμων, Her. 2, 173; μάταιος ὃς γελοῖον ἄλλο τι ἡγεῖται ἢ τὸ κακόν, Plat. Rep. V, 452 d; μάταιος ἂν εἴη πόνος, λόγος, Tim. 40 d Legg. II, 654 e; ἡ μάταιος δοξοσοφία, Soph. 231 b; ματαίας βουλήσεις, L. V, 742 c; ἡ στρατεία μάταιος, Dem. 1, 17; Sp., μάταια αὐτοῖς ἦν καὶ ἄπρακτα τὰ δόρατα, Pol. 6, 25, 6. – Adv. ματαίως, ἐρεῖν, Plat. Ep. VII, 331 d. – Man vgl. das französische mat, unser matt.
Greek (Liddell-Scott)
μάταιος: -α, -ον, Αἰσχύλ. Πρ. 329, Θήβ. 442, Ἀγ. 421, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1151, Χο. 82, Εὐμ. 337, Σοφ. Ο. Κ. 780, Εὐρ. Ι. Τ. 628, Πλάτ. Σοφ. 231Β, Δημ. 14. 10· (μάτη)· ― ὡς τὸ Λατ. vanus, Ι. μάταιος, ἀνωφελής, κενός· καὶ ταῦτα, 1) ἐπὶ λόγων, πράξεων κττ., Θέογν. 141, 487, 492, Τραγ., κτλ.· μ. λόγοι, ἀνωφελεῖς, ἀπερίσκεπτοι λόγοι, Ἡρόδ. 7. 10, 7· μ. ἔπος 3. 120· μ. ἔπη 7. 11, κ. ἀλλ.· οὕτω, δόξαι φέρουσαι χάριν μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 421· μ. ὑλάγματα αὐτόθι 1672, πρβλ. Θήβ. 280· μάταια βάζειν τινὰ Εὐρ. Ἱππ. 199· μ. τι δρᾶν τινα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 662· μ. ἂν εἴη πόνος Πλάτ. Τίμ. 40D· ἀλλ’ ὡσαύτως, μ. ἔπος, προσβλητικὸς λόγος, Ἡρόδ. 3. 120. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, κενός, ἀνόητος, ἄφρων, ματαιότεροι νόον Θέογν. 1025· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 173, Πινδ. Π. 3. 37, Σοφ. Τρ. 863, 888, κτλ.· οὐδενὸς ἄξιος, μωρὸς καὶ αὐθάδης, ἄγοιτ’ ἂν μάταιον ἄνδρ’ ἐκποδὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1339. ΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ., ἀπερίσκεπτος, ὁρμητικός, ἀσεβής, βέβηλος, μ. γλῶσσα Πρ. 329, Ἀγ. 1662· φρονήματα Θήβ. 438· αὐτουργίαι μ., ἐπὶ μητροκτονίας καὶ τῶν τοιούτων, Εὐμ. 336· χαρὰ μ., ἄφρων εὐθυμία, Θήβ. 442· μ. ἀνοσίων τε κνωδάλων Ἱκέτ. 762· τὸ μὴ μάταιον, τὸ σοβαρόν, ἡ σπουδαιότης, σοβαρότης, αὐτόθι 198· ― οὕτω, ματαίαις χερσὶ ψαύειν Σοφ. Τρ. 565. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, εἰκῇ, ἄνευ λόγου, αὐτόθι 940, Εὐρ. Ἀποσπ. 900.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 vain, sans valeur;
2 vain, sot, frivole, futile;
3 qui se trompe, sans raison ; faux;
4 vain, orgueilleux, insolent;
5 impie.
Étymologie: μάτη.
English (Slater)
μᾰταιος
1ineffectual ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον (P. 3.21) ματ [αί] ων δὲ [] ἑκὰς ἐόντων Ρα. 4. 34.