φθίνω

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐνω Medium diacritics: φθίνω Low diacritics: φθίνω Capitals: ΦΘΙΝΩ
Transliteration A: phthínō Transliteration B: phthinō Transliteration C: fthino Beta Code: fqi/nw

English (LSJ)

   A v. φθίω.

German (Pape)

[Seite 1271] = φθίω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

φθίνω: ἴδε ἐν λέξ. φθίω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf., fut. φθινήσω, ao. ἔφθινα et ἐφθίνησα;
se consumer, arriver à son terme :
1 en parl. du temps μηνῶν φθινόντων OD les mois s’écoulant ; μὴν φθίνων le mois finissant (postér. la dernière des trois périodes du mois);
2 en parl. du déclin des astres;
3 en parl. de pers. se consumer, être épuisé par la maladie : οἱ φθίμενοι SOPH les morts;
4 fig. en parl. de choses abstraites φθίνοντα μαντεύματα SOPH prophéties qui s’évanouissent.
Étymologie: φθίω.

English (Autenrieth)

fut. φθίσω, aor. 3 pl. φθῖσαν, inf. φθῖσαι, mid. fut. φθίσομαι, aor. 2 ἔφθιτο, subj. φθίεται, φθιόμεσθα, opt. φθίμην, φθῖτ(ο), inf. φθίσθαι, part. φθίμενος, pass. perf. ἔφθιται, plup. ἐφθίμην, 3 pl. ἐφθίαθ, aor. 3 pl. ἔφθιθεν: trans., fut. and aor. act., consume, destroy, kill, Il. 16.461, Od. 20.67, Od. 16.428; intrans. and mid., waste or dwindle away, wane, perish, die; μηνῶν φθῖνόντων (as the months ‘waned’), φθίμενος, ‘deceased,’ Od. 11.558.

English (Slater)

φθῐνω (φθίνει: aor. ἔφθινον: med. aor. ἔφθιτο; φθιμένου, -ῳ, -ον, -ων.)
   1 die ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε μελίφρονι αὐδ [ᾷ θυ] μὸν ἀνακριμνάντες (supp. et corr. Lobel: ἐφ [, φ [.] υνον papyri: v. κηληδών) (Pae. 8.76) met., οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά (P. 1.94) med., φθίτο μὲν γα [Δ. 4. e. 8. esp. aor. med. part., dead, ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν (I. 4.10) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.60) τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ἐπιφθιμένῳ) fr. 5. 3. pro subs., “κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) frag.,] τικα μιν φθιμένων [P. Oxy. 2622, fr. 1, 12 ad ?fr. 346.

English (Slater)

φθῐνω (φθίνει: aor. ἔφθινον: med. aor. ἔφθιτο; φθιμένου, -ῳ, -ον, -ων.)
   1 die ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε μελίφρονι αὐδ [ᾷ θυ] μὸν ἀνακριμνάντες (supp. et corr. Lobel: ἐφ [, φ [.] υνον papyri: v. κηληδών) (Pae. 8.76) met., οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά (P. 1.94) med., φθίτο μὲν γα [Δ. 4. e. 8. esp. aor. med. part., dead, ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν (I. 4.10) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.60) τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ἐπιφθιμένῳ) fr. 5. 3. pro subs., “κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) frag.,] τικα μιν φθιμένων [P. Oxy. 2622, fr. 1, 12 ad ?fr. 346.