λειμών
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A any moist, grassy place, meadow, Il.2.467, etc.; ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Od.5.72; μαλακὸς λ. Hes.Th.279; βαθύς A.Pr.653; λ. βούχιλος, βουθερής, Id.Supp.540 (lyr.), S.Tr.188: metaph., λειμῶνα Μουσῶν δρέπων Ar.Ra.1300; ἐς λειμῶνα ποταμίων ποτῶν into the smooth river-water, S.Fr.659; χυτῆς λειμὼν θαλάσσης, of a sponge, AP6.66.7 (Paul. Sil.); πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνας ἀφθόνους Pl.Sph.222a, cf. Phdr.248c. 2 flowers, Ὧραι λειμῶνας βρύουσι Him.Or.1.19. II pudenda muliebria, E.Cyc.171. III later, freq. metaph. for any bright, flowery surface, as a blooming face, a peacock's tail, Ach.Tat.1.19, 1.16; an embroidered robe, λ. ὁ περὶ τὰς ἐσθῆτας Philostr.Im.2.1; also λ. λέξεων, title of work by Pamphilus, Suid.Praef., cf. Plin.HN Praef.24, Gell. Praef.6:—and as Dim. λειμωνάριον, τό, Phot.Bibl.p.161 B.
German (Pape)
[Seite 23] ῶνος, ὁ (λείβω), jeder feuchte u. deshalb grasreiche Ort, Aue, Wiese, ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου ἤνθεον, Od. 5, 72 u. öfter; μαλακός auch Hes. Th. 279 u. a. D.; βαθύς, βούχιλος, χιονόβοσκος, Aesch. Prom. 656 Suppl. 535. 554; βουθερής, Soph. Trach. 187 u. öfter, wie Eur. u. Ar.; in Prosa, Xen. Cyr. 1, 4, 11 u. sonst; übertr. sagt Plat. Soph. 222 a πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνας ἀφθόνους, die reichen Auen des Reichthums; u. so ähnl. öfter bei Plut. u. a. Sp. Auch von blühender Gesichtsfarbe, u. übh. von jeder mit lebhaften, bunten Farben gezierten Fläche, z. B. dem Pfauenschweif, Achill. Tat. 1, 16; vgl. Ael. H. A. 5, 21; σπόγγος heißt λειμὼν χυτῆς θαλάσσης, Phil. 52 (VI, 60). – Wie κῆπος auch τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Eur. Cycl. 173.
Greek (Liddell-Scott)
λειμών: -ῶνος, ὁ, (λείβω) νοτερὸς καὶ ποώδης τόπος, λιβάδιον, Ἰλ. Β. 467, κτλ.· ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72· λ. μαλακὸς Ἡσ. Θ. 279· βαθὺς Αἰσχύλ. Πρ. 653· βούχιλος, βουθερὴς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 540, Σοφ. Τρ. 188· - μεταφ., λειμῶνα Μουσῶν δρέπειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1300· ἐν λειμῶνι ποταμίων ποτῶν, ἐν τῷ λείῳ ποταμίῳ ὕδατι (πρβλ. ἄλσος καὶ Neptunia prata ἐπὶ τῆς θαλάσσης), Σοφ. Ἀποσπ. 587· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 66 ὁ σπόγγος καλεῖται χυτῆς λειμὼν θαλάσσης· καὶ παρὰ Πλάτ. ἔχομεν πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνες Σοφ. 222Α, πρβλ. Φαῖδρ. 248Β. ΙΙ. ὡς τὸ κῆπος, γυναικεῖον αἰδοῖον, Εὐρ. Κύκλ. 171. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., συχν. μεταφ. ἐπὶ πάση λαμπρᾶς, ἀνθηρᾶς ἐπιφανείας, οἷον ἐπὶ ἀνθηροῦ προσώπου, ἐπὶ κεντης τῆς ἐσθῆτος, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλ. Τάτ. 478, 486· - ὡσαύτως, λ. λέξεων Σουΐδ. προοίμ., πρβλ. A. Gell. προοίμ. § 6· καὶ ὡς ὑποκορ., λειμωνάριον, τό, τὸ ὄνομα δύο μοναστικῶν βιβλίων περιεχόντων βίους ἀσκητῶν, τὸ Μέγα Λειμωνάριον καὶ τὸ Νέον Λειμωνάριον, Φωτ. Προβλ. σ. 161. 23.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
1 tout lieu humide, pré, prairie, pelouse;
2 fig. abondance de richesse ou de plaisirs, fleur de jeunesse;
3 pudenda muliebria.
Étymologie: cf. λείβω.
English (Autenrieth)
ῶνος: meadow, mead; λειμωνόθεν, from the meadow, Il. 24.451.
English (Slater)
λειμών
1 meadow φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν in the underworld Θρ. 7. 3.