ἄφενος
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
εος, τό,
A revenue, riches, wealth, abundance, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171, cf. 23.299, Thgn.30; μύρμηκος Crates Theb.10.7; of the wealth of the gods, Hes.Th.112: masc. acc. ἄφενον v.l. in Id.Op.24: gen. οιο Call.Jov.96, AP9.234 (Crin.); cf. ἄφνος.
German (Pape)
[Seite 408] (Ableitung unsicher, vgl. Buttmann Lexil. 1, 46), τό, reichlicher Vorrath, Reichthum; Hom. dreimal, Iliad. 1, 171 ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, ἄφενος u. πλοῦτος steht auf Homer. Art παραλλήλως, beides bedeutet dasselbe, vgl. Apoll. lex. Hom. p. 48, 30 ἄφενος πλοῦτος – ἀπὸ τούτου καὶ ἀφνειος ὁ πλούσιος; Iliad. 23, 299 μέγα γάρ οἱ ἔδωκει Ζεὺς ἄφενος; Odyss. 14, 99 οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἔστ' ἄφενος τοσσοῦτον· ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω. δώδεκ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες. ἔνθα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα παντα ἐσχατιῇ βόσκοντ, ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὀρονται. – αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε; – vom Reichthume der Götter, Hes. Th. 112. – Bei Hes. O. 24 ist es masc., wie Call. Iov. 96; Crinag. ep. 33 (IX, 234).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφενος: (καὶ παρὰ Πινδ. ἄφνος), τό, πρόσοδος, περιουσία, ὄλβος, ἀφθονία ἀγαθῶν, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171, πρβλ. Ψ. 298, Θέογν. 30· ἐπὶ τοῦ πλούτου τῶν θεῶν, ὥς τ’ ἄφενος δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 24, Καλλ. ἐν Ὕμνῳ εἰς Δία 96, Ἀνθ. Π. 9. 234. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθανῶς ἄφνος (ὁπόθεν ἀφνειός), τὸ δὲ ε παρεισήχθη ὑπὸ τῶν Ἐπ. ποιητῶν· πρβλ. Σανσκρ. ap-nas (εἰσόδημα, περιουσία), Λατ. op-es, op-ulentus, copia, δηλ. co-op-ia). - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 66.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
richesse, biens, abondance.
Étymologie: R. Ἀπ acquérir ; cf. lat. ops.
English (Autenrieth)
neut.: large possessions, riches.
Spanish (DGE)
-ους, τό
• Morfología: [tb. ὁ ἄ. Hes.Op.24 (var.), Thgn.130; gen. -οιο Call.Iou.96, AP 9.234 (Crinag.)]
1 riqueza en origen tal vez proc. de la ganadería μέγα γάρ οἱ ἔδωκε Ζεὺς ἄ. Il.23.299, οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἐστ' ἄ. τοσσοῦτον (explicado como riqueza ganadera) Od.14.99, ganadera y agrícola οὐκ ἄ. φεύγων οὐδὲ πλοῦτόν τε καὶ ὄλβον Hes.Op.637, cf. 24, h.Cer.489, unido a otros tipos de riqueza y honores οὐδέ σ' ὀΐω ἔνθαδ' ἄτιμος ἐὼν ἄ. καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171, τιμὰς μηδ' ἀρετὰς ἕλκεο μηδ' ἄ. Thgn.30, cf. 130, como propia de dioses, Hes.Th.112, y reyes, Man.3.188
•como algo más abstracto bien(es) ταῦτ' ἄ. θνητοῖσι (el placer, la juventud, la belleza, etc.), Sol.14.7 (= Thgn.725), cf. Call.Iou.94, 96, μύρμηκός τ' ἄ. χρήματα μαιόμενος deseando riquezas como bien de la hormiga Crates.Theb.SHell.359.7, ἐπ' ὄνειρα διαγράψεις ἀφένοιο; AP l.c.
2 fruto anual, cosecha Hsch.
• Etimología: Etim. dud. Se ha rel. c. ai. apnas ‘riqueza’ pero presenta dificultades fonéticas. Tb. se ha rel. c. het. ḫappin- ‘rico’ y se trataría de un préstamo de alguna lengua anatolia. Para su rel. c. ἀφνειός se postula una síncopa de la segunda sílaba. Tb. se ha rel. c. ai. aghnyā- ‘semental’, de *agu̯henos de una raíz *gu̯hen- ‘hinchar’, ‘rebosar’, pero es hipotético.