βάσανος
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ἡ,
A touchstone, on which pure gold leaves a yellow streak, ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσός Thgn.417; χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ Id.450, cf. 1105; παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Arist.Col.793b1, cf. HA 597b2: metaph., β. τοῦ ἀρώματος (sc. τοῦ κινναμώμου) τὴν αἶγα εἶναι Philostr.VA3.4. II the use of this as a test, χρυσὸς ἐν β. πρέπει Pi.P.10.67: generally, test, trial of genuineness, οὐκ ἔστιν μείζων β. χρόνου [Simon.]175.1; δόμεν τι βασάνῳ ἐς ἔλεγχον Pi.N.8.20; σοφὸς ὤφθη βασάνῳ θ' ἁδύπολις S.OT510 (lyr.), cf. 494; βάσανον λαμβάνειν περί τινος Pl.Lg.648b; εἰς β. εἶ χερῶν wilt come to a trial of strength, S. OC835; πλοῦτος β. ἀνθρώπου τρόπων Antiph.232.5; [νόσου] ἔσχ' ἐπὶ σοὶ βάσανον had experienced it in you, i. e. you had had it first, IG14.1320; βάσανον ὑποκείσονται will be subjected to a test, of candidates, POxy.58.25 (iii A. D.). III inquiry by torture, ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Hdt.8.110; εἰς β. αἰτεῖν Herod.2.88; ἐξετάσαι διὰ βασάνων SIG780.12 (Astypalaea, Aug.); esp. at Athens, used to extort evidence from slaves, εἰς β. δέχεσθαι Antipho1.12; εἰς β. παραδοῦναι Is.8.17; ἐκ βασάνων εἰπεῖν ib.12: in pl., confession upon torture, D. 53.24, Hyp.Fr.5, Arist.Rh.1355b37. 2 agony of battle, ἡ κατὰ τὸ ἔργον β. S.E.M.6.24; tortures of disease, Ev.Matt.4.24; cf. ἐπάγρυπνος β. Vett.Val.211.28; also ψυχικαί Id.182.19; torments of hell,Ev.Luc.16.23. 3 trespass-offering, LXX 1 Ki.6.17.—Oriental word.
German (Pape)
[Seite 436] ἡ, 1) der Probierstein, lapis lydius, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Pind. P. 10, 67; χρυσὸς τριβόμενος βασάνῳ Theogn. 250; übertr., Sp. D., z. B. ἐν βασάνῳ σοφίης κρίνεσθαι Mnasale. 15 (VII, 54). – 2) Untersuchung, ἐς πᾶσαν β. ἀφικνεῖσθαι Her. 8, 110; ἐς βάσανον χερῶν εἶ Soph. O. C. 839; vgl. O. R. 492; ἐπ' ἄλλην β. ἀναφέρειν Plat. Gorg. 487 e; προσφέρειν τινί Phil. 23 a; β. λαμβάνειν τινός, Prüfung anstellen, Tim. 68 d; βάσανον δοῦναι, Probe, Beweis von etwas geben, Ar. Th. 801; Plat. Legg. VI, 751 c; τοῦ πιστοὶ εἶναι Xen. Cyr. 7, 5, 64; vgl. ἱκανὴν β. ἔχειν τινός Lys. 26, 17; Untersuchung durch die Folter, ἀκριβέστατος ἔλεγχος Is. 8, 12; εἰς βάσανον διδόναι Antiph. 1, 11; 5, 31; ἐκ βασάνων τἀληθῆ λέγειν Is. 8, 12, auf der Folter, durch die Folterwerkzeuge; so öfter bei den Rednern; das durch die Folter erzwungene Geständniß, Dem. 23, 24; vgl. Harpocr. Bei Sp. übh. Marter, Qual, z. B. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βάσᾰνος: [βᾰ], ἡ, ἡ Λυδία λίθος,ἡ πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσίου, Λατ. la pis Lvdius, μέλαινα τὴν χροιάν, ἐφ' ἧς ὁ καθαρὸς χρυσὸς τριβεὶς ἀφίνει ἰδιαίτερον ἴχνος ,ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσὸς Θέογν. 417· χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ αὐτόθι 450, πρβλ. 1005· παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Ἀριστ.π.Χρωμ.3.7. ΙΙ.ἡ χρῆσις τῆς λίθου ταύτης πρὸς δοκιμήν, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Πίνδ. II.10.105· καθόλου, δοκιμὴ καὶ ἔρευνα ὁρίζουσα ἂν τὸ πρᾶγμα εἶναι γνήσιον , σωστὸν ἢ πραγματικόν, οὐκ ἔστι μείζων ;β. χρόνου Σιμων.101· ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Ἡρόδ. 8.110· δοῦναί τι βασάνῳ Πίνδ. Ν.8.33· σοφὸς ὤφθη , βασάνῳ θ' ἁδύπολις Σοφ. Ο.Τ.510. πρβλ. 494· βάσανον λαμβάνειν περί τινος Πλάτ. Νόμ. 648Β· εἰς β. εἶ χερῶν , θὰ ἔλθῃς εἰς δοκιμὴν τῆς ἰσχύος σου .Σοφ. Ο.Κ. 835· πλοῦτος β. ἀνθρώπου τρόπων Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 60· [νόσου]ἔσχ' ἐπί σοὶ βάσανον , σὺ πρῶτος τὴν ἐδοκίμασας ,δηλ. σὺ πρῶτος τὴν εἶχες , Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 722· πρβλ. ἔλεγχος ΙΙ. ΙΙΙ. ἐξέτασις διὰ βασάνου, ἀνάκρισις δι' ἐφαρμογῆς βασάνου , ἐν χρήσει πρὸς ἀπόσπασιν μαρτυρίας ἀπὸ τῶν δούλων, Ἀντιφῶν 112.24.,133.29,κτλ.. , ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1.15,26· εἰς βάσανον παραδιδόναι Ἰσαῖ. 70.34· ἐκ βασάνων εἰπεῖν αὐτόθι 8· κατὰ πληθ., ὁμολογία διὰ βασάνου, Δημ. 1254.9· -ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ βασανίσῃ τις τὸν ἐλεύθερον ἐν Ἀθήναις,Ἀνδοκ. 6.44,Λυσ. 102.4.,132.16· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. tormentum. 2) κόπος βασανιστικός, βάσανος τῆς νόσου ,κτλ.., Σέξτ. Ἐμπ. Μ.6.24, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ', 24. (Ἐν τῇ Σανσκρ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ μεμονωμένος τις τύπος p âshânas (lapis),καὶ ἐν τῇ Ἑβραïκῇ, Bâshan=Βασαλτικὴ χώρα· ἀλλ' "η ἀρχὴ τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἄγνωστος).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. pierre de touche;
II. fig. 1 moyen d’éprouver, épreuve;
2 épreuve par la torture, mise à la question.
Étymologie: DELG mot égyptien bahan, désignant une espèce de schiste utilisé comme pierre de touche.
English (Slater)
βᾰςᾰνος
1 touchstone πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.67) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.20) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16.
Spanish (DGE)
(βάσᾰνος) -ου, ἡ
• Prosodia: [βᾰ-]
I 1piedra de toque χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει el oro se distingue en la piedra de toque Pi.P.10.67, ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολίβδῳ χρυσός Thgn.417, παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς βασάνους Arist.Col.793b1, cf. Thgn.450, 1105, Pi.Fr.122.16, Antipho Soph.B 88, Antipho Fr.157, Hsch.s.u. βασανίτης, fig. νεαρὰ ... δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον someter a prueba lo nuevo en la piedra de toque Pi.N.8.20.
2 fig. comprobación, prueba c. gen. obj. οὐκ ἔστιν μείζων β. χρόνου οὐδενὸς ἔργου Lyr.Eleg.Adesp.22W., τῶν πολιτῶν ... βάσανον ... λαμβάνειν ἀνδρείας τε πέρι Pl.Lg.648b, βάσανον εἰληφέναι ἀπὸ τοῦ πατρὸς ... τῆς εἰς αὑτὸν εὐνοίας Is.9.29, τοῦ χρυσίου μὲν β. ... πῦρ Com.Adesp.306Au., β. του ἀρώματος ... ἡ αἴξ la prueba de que es la especia la da la cabra Philostr.VA 3.4, cf. Antiph.232b.1, X.Cyr.7.5.64, Plb.6.2.6, Plu.2.109c, c. gen. subjet. β. χερῶν una prueba de fuerza S.OC 835, pero ἐκ πυρὸς β. la prueba del fuego Plb.21.20.7, βάσανον ἐπὶ τῶν ὁμοίων ἔργων λαβεῖν presentar una prueba basada en hechos similares D.H.Dem.16, abs. σοφὸς ὤφθη βασάνῳ se le vio sabio ante la prueba S.OT 510, β. δὲ πάρεστιν ἰδέσθαι Ar.Th.800, cf. 801, B.9.58, μετὰ πολλῆς βασάνου ἀγωνιστικῶς διήλεγχε Marin.Procl.22, διδόναι βάσανον φανεράν ofrecer una prueba fehaciente Chilo SHell.523.3, de los candidatos a un puesto βασάνοις ὑποκείσεσθαι someterse a las pruebas, POxy.58.25 (III d.C.)
•en el sent. de obstáculo δώσω τὴν βάσανον εἰς πρόσωπον αὐτοῦ pondré ante él una prueba e.d. un obstáculo LXX Ez.3.20
•indagación ἀκρίβειάν τινα ... ἔχειν εἰς βασάνου κρίσιν Poll.7proem.
•experiencia ἧς (νόσου) ἔσχ' ἐπί σοι βά<σα>νον IUrb.Rom.1167.2 (III d.C.).
II 1interrogatorio hecho con tortura τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικομένοισι Hdt.8.110, διὰ τῶν βασάνων ἐλεγχόμενος ἀνθωμολογεῖτο Plb.30.8.7, cf. 15.27.7, 9, IG 12(3).174.12 (Astipalea I a.C.)
•jur., como procedimiento formal, en un proceso, aplicado a esclavos y servidores παραδοῦναι εἰς βάσανον Is.8.17, διδόναι εἰς βάσανον Antipho 1.12, φεύγειν τὴν βάσανον D.29.12, 13, εἰς βάσανον αἰτεῖν Herod.2.88, cf. Is.8.12, D.29.14, 30.35, PLille 29.1.22 (III a.C.)
•en plu. confesiones bajo tortura τὰ ἐν ταῖς βασάνοις εἰρημένα ὑπὸ τῶν βασανιζομένων καὶ ἀναγραφέντα βασάνους ὠνόμασε Hyp.Fr.5, cf. D.53.54, Arist.Rh.1355b37
•tortura, tormento como castigo αἰσχίσταις βασάνοις ἀποτυμπανισθήσεται LXX 3Ma.3.27, μετὰ πῦρ καὶ σίδηρον καὶ τὰς πολλὰς βασάνους Alciphr.3.16.3, de los tormentos del infierno Eu.Luc.16.23, MAMA 4.36 (Frigia VI d.C.).
2 fig. tortura, sufrimiento físico o moral ἀπέθανεν ... μετὰ βασάνου μεγάλης LXX 1Ma.9.56, de enfermos βασάνοις συνεχομένους Eu.Matt.4.24, τῆς κατὰ τὸ ἔργον βασάνου S.E.M.6.24, ψυχικαὶ βάσανοι Vett.Val.173.7, cf. 273.22, ret. del uso impropio del orden de palabras βάσανον τῷ τε λέγοντι αὐτῷ καὶ τῷ ἀκούοντι Demetr.Eloc.201.
III usos especiales en el AT
1 trad. del hebr. [[kelimah]], ignominia, insulto κομίσαι βάσανόν σου LXX Ez.16.52, cf. 32.24.
2 trad. del hebr. [[ragezah]], agitación τὸ ὕδωρ σου μετὰ βασάνου καὶ θλίψεως πίεσαι LXX Ez.12.18.
3 trad. del hebr. ’ašam, expiación αἱ ἕδραι αἱ χρυσαῖ, ἃς ἀπέδωκαν οἱ ἀλλόφυλοι τῆς βασάνου τῷ κυρίῳ LXX 1Re.6.17, cf. 6.3, 4, 8.
• Etimología: Prést. del egipcio baḫan a través del lidio.