καρτερέω
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
A to be steadfast, patient, S.Ph.1274, Men.Sam.112, etc.; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν E.Alc.1078, cf. Th.7.64; κ. μάχῃ E.Heracl.837; κ. ἐλπίδι τινός Th.2.44: freq. with a Prep., κ. πρός τι to hold up against a thing, e.g. πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Pl.R.556c; πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος X.Cyr.2.3.13; ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isoc.6.48, cf. Pl. La.194a; κ. ἐν ταῖς ἡδοναῖς to be patient or temperate in... Id.Lg. 635c; ἐν πολέμῳ Id.La.193a; κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου refrain therefrom, Ael.NA13.13: c. part., persevere in doing, οἱ δ' ἐκαρτέρουν πρὸς κῦμα λακτίζοντες E.IT1395; κ. ἀναλίσκων ἀργύριον φρονίμως Pl.La.192e; ἀκούων Aeschin.3.241; κ. ἐν ἐπιτηδεύμασιν Isoc.2.32; also τὰ δείν' ἐκαρτέρουν was strangely obdurate or obstinate, S.Aj.650: in later Prose meaning little more than wait, καρτέρει καὶ θεώρει wait and see, LXX 2 Ma.7.17; οὐ κ. μέχρι θαλάμων ἐλθεῖν S.E.M.1.291. II c. acc. rei, bear patiently, endure, τὰ δ' ἀδύναθ' ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον E.IA1370; κ. θεοῦ δόσιν Id.Alc.1071; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα X.Mem.1.6.7; τὸν τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκον Isoc.1.30; πολλὴν κακοπάθειαν Arist.Pol.1278b27:—Pass., κεκαρτέρηται τἀμά my time for patience is over, E.Hipp.1457.--In Hsch., οὐ καρτεριάδδει· οὐ φρόνιμος εἶ, should prob. be οὐ καρτερίδδει (Lacon. for καρτερίζει).
German (Pape)
[Seite 1330] stark, muthig, standhaft sein, ausdauern, bes. im Unglück u. in Gefahren; πότερον δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν Soph. Phil. 1258; καρτερεῖς ἔτ' ἐν δόμοις Eur. Hec. 1223; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Alc. 1081; μάχῃ, im Kampfe, Heracl. 837; c. part., πρὸς κῦμα λακτίζοντες I. T. 1395; τίς ἂν τὰ τοιαῦτα καρτερήσειεν ἀκούων Aesch. 3, 241; ὑπομένοντα καρτερεῖν ὅπου δεῖ Plat. Gorg. 507 b; καὶ θαῤῥῶν Theaet. 157 d; καὶ ἡσυχίαν ἄγειν Phaed. 117 e; Ggstz πτήσσω Conv. 184 a; ἐν πολέμῳ Lach. 193 a; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν 194 a; καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isocr. 6, 48; πρός τι, gegen Etwas standhaft sein, es aushalten, πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος Xen. Cyr. 2, 3, 13, πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Plat. Rep. VIII, 556 b. – Auch mit dem acc., ertragen, τὰ δεινά, eigtl. stark sein zum Schrecklichen, Soph. Ai. 635; τὰ ἀδύνατα ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Eur. I. A. 1370; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Xen. Mem. 1, 6, 7; τὸν ὄγκον Isocr. 1, 30; πολλὴν κακοπάθειαν Arist. pol. 3, 6. – Auch = sich einer Sache enthalten, standhaft gegen sie sein, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Ael. H. A. 13, 13. – Eur. hat auch das pass. gebildet, Hipp. 1457, wo auf die Aufforderung ἀλλὰ καρτέρει geantwortet wird κεκαρτέρηται τἀμά.
Greek (Liddell-Scott)
καρτερέω: μέλλ. -ήσω, ὑπομένω γενναίως καὶ εὐσταθῶς, βούλομαι δέ σου κλύειν πότερα δέδοκταί σοι μένοντα καρτερεῖν ἢ πλεῖν μεθ’ ἡμῶν Σοφ. Φιλ. 1274, κτλ. ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 1078, πρβλ. Θουκ. 7. 64· κ. μάχη Εὐρ. Ἡρακλ. 837· κ. παίδων ἐλπίδι Θουκ. 2. 44: - συχνὸν μετὰ προθ., ἀντέχω εἴς τι, μαλακὸς δὲ καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Πλάτ. Πολ. 556Β· πρὸς λιμόν τε και ῥῖγος Ξεν. Κύρ. 2. 3, 13· ἐπὶ τοῖς παροῦσι Ἰσοκρ. 125D, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 194Α· ἀλλά, καρτερῶ ἐν ταῖς ἡδοναῖς, εἶμαι μέτριος εἰς, δὲν νικῶμαι ὑπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν. Νόμ. 635C· ἐν πολέμῳ ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Α· ὡσαύτως, κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου, ἀντέχω κατ’ αὐτοῦ, ἀγρυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 13. 13· μετὰ μετοχ., ἐπιμένω, ἐμμένω εἰς τὸ πράττειν τι, οἱ δ’ ἐκαρτέρουν πρὸς κῦμα λακτίζοντες Εὐρ. Ι. Τ. 1395· εἴ τις καρτερεῖ ἀναλίσκων ἀργύριον φρονίμως Πλάτ. Λάχ. 192Ε· ἀκούων Αἰσχίν. 88. 19· πρβλ. ἀποκαρτερέω· -τὰ δείν’ ἐκαρτέρουν, ἤμην παραδόξως ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, Σοφ. Αἴ. 650. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ. ὑποφέρω μεθ’ ὑπομονῆς, ὑπομένω, τά δ’ ἀδύνατ’ ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Εὐρ. Ι. Α. 1370· κ. θεοῦ δόσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1071· τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 7· πολλὴν κακοπάθειαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 5:- Παθ., κεκαρτέρηται τἀμά, δι’ ἐμὲ τὸ καρτερεῖν ἐτελείωσε πλέον, ὡς ἀπάντησις εἰς τὴν παρακέλευσιν ἀλλὰ καρτέρει, Εὐρ. Ἱππ. 1457. - Παρ’ Ἡσύχ., οὐ καρτεριάδδει· οὐ φρόνιμος εἶ, πιθανῶς διορθωτέον εἰς οὐ καρτερίδδει (Λακ. ἀντὶ καρτερίζει)· ἀλλ’ ὁ Schmidt ἐξέδωκεν: «οὐ καρτερεῖ· ἀηδεῖ. οὐ φρόνιμος εἶ».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐκαρτέρησα ; pf. Pass. κεκαρτέρημαι;
être ferme, patient : ἐπί τινι ou πρός τι, contre qch, supporter qch avec patience, résignation ou courage ; ἀπό τινος, s’abstenir ou se passer facilement de qch ; τι, supporter patiemment ou courageusement qch ; avec un part., persister à : ἃ ἐγὼ οὔτε τότ’ ἐκαρτέρουν ἀκούων ESCHN choses que je n’ai pas eu alors le courage ou la patience d’écouter ; en mauv. part persévérer dans, s’obstiner à : τὰ αδύνατα EUR à faire l’impossible ; Pass. κεκαρτέρηται τἀμά EUR je suis arrivé au terme de mes efforts, càd je suis mort.
Étymologie: καρτερός.
English (Strong)
from a derivative of κράτος (transposed); to be strong, i.e. (figuratively) steadfast (patient): endure.
English (Thayer)
καρτέρω: 1st aorist ἐκαρτέρησα; (καρτερός (from κάρτος i. e. κράτος, 'strong')); to be steadfast: A. V. endured). (Sophocles and Thucydides down.) (Compare: προσκαρτερέω.)