ζωηρός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωηρός Medium diacritics: ζωηρός Low diacritics: ζωηρός Capitals: ΖΩΗΡΟΣ
Transliteration A: zōērós Transliteration B: zōēros Transliteration C: zoiros Beta Code: zwhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ζωή) living and giving life, Suid.

German (Pape)

[Seite 1142] lebendig, belebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ζωηρός: -ά, -όν, (ζωὴ) ζῶν καὶ παρέχων ζωήν, Σουΐδ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζωηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος
3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος
4. μτφ. έντονος, σφοδρός, ορμητικός, ενθουσιώδης («ζωηρή συζήτηση»)
(μσν.- αρχ.)
1. αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή
2. το ουδ. ως ουσ. το ζωηρόν
η βιοτική αρχή, ο κανόνας του βίου.
επίρρ...
ζωηρά και ζωηρώς
1. κατά τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό
2. κατά τρόπο εκφραστικό
3. γοργά, ευκίνητα
4. σφριγηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός, σιωπηρός)].