θυοδόκος
Ἀλλ' ἡ τυραννὶς πολλά τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται → But tyranny is a happy state in many ways, and the tyrant has the power to act and speak as they wish
English (LSJ)
θυοδόκον, (θύος) receiving incense, full thereof, of the Delphic temple, E.Ion511, 1549; ἀνακτόρων Id.Andr.1157, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1226] Rauchwerk, Weihrauch empfangend; δόμοι, οἶκοι, vom Tempel in Delphi, Eur. Ion 510. 1549; ἀνάκτορα Andr. 1159.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit les parfums, où l'on sert les parfums.
Étymologie: θύος, δέκομαι.
Russian (Dvoretsky)
θυοδόκος: принимающий священные курения, т. е. полный благовонных курений (δόμοι, οἶκοι, ἀνάκτορον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θυοδόκος: -ον, (θύος) δεχόμενος θυμίαμα, πλήρης θυμιάματος, εὐώδης, ἐπὶ τοῦ Δελφικοῦ ναοῦ, Εὐρ. Ἴωνι 511, 1549· ἀνακτόρων ὁ αὐτ., ἐν Ἀνδρ. 1146· πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θυοδόκος, -ον (Α)
(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθοδόκος, οινοδόκος].
Middle Liddell
θυο-δόκος, ον θύος, δέχομαι
receiving incense, full thereof, odorous, Eur.