κατάπληξις

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπληξις Medium diacritics: κατάπληξις Low diacritics: κατάπληξις Capitals: ΚΑΤΑΠΛΗΞΙΣ
Transliteration A: katáplēxis Transliteration B: kataplēxis Transliteration C: katapliksis Beta Code: kata/plhcis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A amazement, consternation, Th.7.42,8.66, BGU1209.16 (i B. C.), etc.; κ. ὀμμάτων fixation, Hp.Epid.7.56.
2 extreme shyness, Arist.MM1193a1.

German (Pape)

[Seite 1370] ἡ, das Niederschlagen, in Furcht, Staunen, Verwunderung Setzen, die Niedergeschlagenheit; κατάπληξις αὐτ οῖς ἐγένετο, εἰ πέρας μηδὲν ἔσται Thuc. 7, 42; καὶ ἀπραγία τῶν στρατοπέδων Pol. 3, 103, 2; a. Sp.; aber auch καὶ καταξίωσις, Pol. 3, 90, 14.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 étonnement ; particul. en mauv. part consternation, effroi, stupeur;
2 admiration;
3 fixité du regard.
Étymologie: καταπλήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπληξις -εως, ἡ [καταπλήσσω] verbijstering, verlamming:. φόβος τε καὶ κατάπληξις μεγίστη angst en een enorme verbijstering Thuc. 8.1.2, ἀθυμία καὶ κατάπληξις moedeloosheid en verlamming Plut. Pyrrh. 17.5. geneesk. fixatie, verlamming.

Russian (Dvoretsky)

κατάπληξις: εως ἡ
1 страх, ужас, смятение, Thuc., Polyb., Plut.;
2 изумление (κ. καὶ καταξίωσις Polyb.).

Greek Monotonic

κατάπληξις: -εως, ἡ, κατάπληξη, έκπληξη, δέος, σάστισμα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπληξις: -εως, ἡ, ἰσχυρὸς θαυμασμός, ἔκπληξις, φόβος ὑπερβολικὸς (ἐκ μεγάλης φαντασίας), Θουκ. 7. 42., 8. 66, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 30, 1, κλ.· κ. ὀμμάτων, θάμβος, Ἱππ. 1226Λ· κ. καὶ ἀπραγία τῶν στρατοπέδων Πολύβ. 3. 103, 2· ἔτι δὲ καὶ σεβασμός, κ. καὶ καταξίωσις τοῦ Ρωμαίων πολιτεύματος ὁ αὐτ. 3. 90, 14.

Middle Liddell

κατάπληξις, εως [from καταπλήσσω
amazement, consternation, Thuc.

English (Woodhouse)

fear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἔκπληξη). Ἀπό τό καταπλήσσωκατά + πλήσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.