καταγινέω

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγῑνέω Medium diacritics: καταγινέω Low diacritics: καταγινέω Capitals: ΚΑΤΑΓΙΝΕΩ
Transliteration A: kataginéō Transliteration B: katagineō Transliteration C: katagineo Beta Code: katagine/w

English (LSJ)

Ion. for κατάγω,
A bring down, Od.10.104.
II bring back, recall, Hdt.6.75.

German (Pape)

[Seite 1342] ion. = κατάγω; καταγίνεον Od. 10, 104; Her. 6, 75.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. καταγίνεον;
1 porter en bas;
2 porter en arrière, ramener, rappeler.
Étymologie: κατά, ἀγινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αγινέω, Ion. voor κατάγω naar beneden brengen:. ἀφ’ ὑψηλῶν ὀρέων καταγίνεον ὕλην vanuit de hoge bergen brachten zij hout naar beneden Od. 10.104.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγῑνέω: (impf. καταγίνεον)
1 везти вниз, свозить (ἀπ᾽ ὀρέων ὕλην Hom.);
2 выводить обратно, выманивать (τινα ἐξ ἱροῦ Her.).

Greek Monolingual

καταγινέω (Α)
1. κατεβάζω
2. επαναφέρω, ανακαλώ («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγινέω (εκτετ. επικ. και ιων. τ. του ἄγω «οδηγώ, φέρω»)].

Greek Monotonic

κατᾰγῑνέω: Ιων. αντί κατάγω,
I. καταρρίπτω, γκρεμίζω, κατεβάζω, σε Ομήρ. Οδ.
II. επαναφέρω, ανακαλώ, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγῑνέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταβιβάζω, ᾗ περ ἅμαξαι ἄστυδ’ ἀφ’ ὑψηλῶν ὀρέων καταγίνεον ὕλην Ὀδ. Κ. 104. ΙΙ. κατάγω, ἐπαναφέρω, ἀνακαλῶ, Ἡρόδ. 6. 75, πρβλ. 79.

Middle Liddell

ionic for κατάγω
I. to bring down, Od.