κηδεμονικός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμονικός Medium diacritics: κηδεμονικός Low diacritics: κηδεμονικός Capitals: ΚΗΔΕΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kēdemonikós Transliteration B: kēdemonikos Transliteration C: kidemonikos Beta Code: khdemoniko/s

English (LSJ)

κηδεμονική, κηδεμονικόν, provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κηδεμονικόν = κηδεμονία (care, solicitude), Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. κηδεμονικῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κηδεμονικῶς ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.

German (Pape)

[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] zorgzaam.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμονικός: заботливо относящийся, заботливый (κ. καὶ φιλάνθρωπος Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)
κηδεμών
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν
η κηδεμονία.
επίρρ...
κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)
νεοελλ.
από την άποψη κηδεμονίας
αρχ.
προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.

Greek Monotonic

κηδεμονικός: -ή, -όν, προνοητικός, επιμελής, άγρυπνος· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.

Middle Liddell

κηδεμονικός, ή, όν
provident, careful: adv. -κῶς, Luc. [from κηδεμών