νοστιμεύω
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
(Μ νοστιμεύω) νόστιμος
1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό»)
2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες»)
νεοελλ.
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό, χαριτωμένο («πολύ τήν νοστιμεύει το καινούργιο της φόρεμα»)
2. (για πρόσ.) γίνομαι κομψός, χαριτωμένος, αποκτώ χάρη («η κοπέλα νοστίμεψε μεγαλώνοντας»)
3. (το μέσ.) νοστιμεύομαι
λαχταρώ κάτι, ποθώ πολύ κάτι ή κάποιον, λιμπίζομαι («τήν νοστιμεύεται από καιρό τώρα»)
μσν.
μτφ. ωφελώ κάποιον πνευματικά.