οἰκείω

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείω Medium diacritics: οἰκείω Low diacritics: οικείω Capitals: ΟΙΚΕΙΩ
Transliteration A: oikeíō Transliteration B: oikeiō Transliteration C: oikeio Beta Code: oi)kei/w

English (LSJ)

Ep. for οἰκέω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 299] poet. = οἰκέω, Hes. Th. 330.

French (Bailly abrégé)

poét. c. οἰκέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείω: Hes., Theocr. = οἰκέω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείω: Ἐπικ. ἀντὶ οἰκέω, Ἡσ. Θ. 330.

Greek Monolingual

οἰκείω (Α)
(επικ.τ.) βλ. οικώ.
οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) οικείος
1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)
2. μέσ. οἰκειοῦμαι, -όομαι
α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ ότι ανήκει σε μένα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», Ηρόδ.)
β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῦσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)
3. καθιστώ κάποιον οικείο σε μένα, τον κάνω φίλο μου
4. (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, συνδέομαι ισχυρά με κάτι («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῦσθαι ταῖς ψυχαῖς τῶν παίδων», Πλάτ.)
β) γίνομαι φίλος
γ) αποκτώ τη φιλία, την εύνοια κάποιου («οἰκειοῦσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)
δ) εξοικειώνομαι με κάτι
ε) (στη στωική φιλοσοφία) είμαι προσφιλής, αγαπητός από τη φύση μου
στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο ουράνιο τόπο.

Greek Monotonic

οἰκείω: Επικ. αντί οἰκέω, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

οἰκείω, [from οἰκειόω [epic for οἰκέω, Hes.]