περιφυτεύω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
plant round about, περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν Il.6.419; πέριξ δένδρων ἄλσος π. Pl.Lg.947e: metaph., π. τὰ πάθη τινί LXX 4 Ma. 2.21.
German (Pape)
[Seite 600] ringsum pflanzen, bepflanzen; in tmesi Il. 6, 419; πέριξ δένδρων ἄλσος περιφυτεύουσι, Plat. Legg. XII, 947 e; Sp., wie Geopon.
French (Bailly abrégé)
planter tout autour.
Étymologie: περί, φυτεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-φυτεύω rondom planten.
Russian (Dvoretsky)
περιφῠτεύω: насаждать вокруг, сажать кругом (πέριξ δένδρων ἄλσος π. Plat.).
Greek Monolingual
Α
φυτεύω ολόγυρα, σε όλη την έκταση.
Greek Monotonic
περιφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
περιφῠτεύω: φυτεύω ὁλόγυρα, περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν Ἰλ. Ζ. 419· πέριξ δένδρων ἄλσος περιφυτεύουσι Πλάτ. Νόμ. 947Ε· μεταφορ., ὁ θεός... τὰ πάθη αὐτῷ (τῷ ἀνθρώπῳ) καὶ τὰ ἤθη περιεφύτευσε Ἰωσήπ. Μακκ. 3.