πιστωτικός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
πιστωτική, πιστωτικόν, confirmatory, Hermog.Id.2.9.
German (Pape)
[Seite 621] bestätigend, Hermogen.
Greek (Liddell-Scott)
πιστωτικός: -ή, -όν, (πιστόω) βεβαιωτικός, Ἑρμογέν. Ρητορ. 364, 22.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πιστωτικός, -ή, -όν, ΝΑ πιστώ
1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης
2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» — ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και παροχή πιστώσεων
β) «πιστωτική ένωση» — πιστωτικός συνεταιρισμός σχηματιζόμενος από ομάδα ανθρώπων με κάποιο κοινό σκοπό, οι οποίοι κατ' ουσίαν αποταμιεύουν από κοινού και παρέχουν δάνεια ο ένας στον άλλο με χαμηλό κόστος
γ) «πιστωτική επιστολή» — η εντολή από μία τράπεζα σε άλλη τράπεζα με την οποία το πρόσωπο που αναφέρεται σε αυτήν έχει το δικαίωμα να εισπράξει χρηματικό ποσό, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί ορισμένο μέγεθος
δ) «πιστωτική κάρτα» — μικρή κάρτα η οποία περιέχει στοιχεία ταυτότητας και παρέχει το δικαίωμα στο πρόσωπο που αναφέρεται σε αυτήν να χρεώνει περιοδικά τον λογαριασμό του με την αξία αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει
ε) «πιστωτικό γραφείο» — οργανισμός που παρέχει πληροφόρηση σε εμπόρους ή άλλες επιχειρήσεις σχετιζόμενη με την πιστοληπτική ικανότητα τών πελατών τους
στ) «πιστωτικοί τίτλοι»
(νομ.) αξιόγραφα στα οποία, εκτός από την ενσωμάτωση του δικαιώματος, ισχύουν ορισμένες ειδικότερες αρχές, όπως είναι η αρχή της γραμματοπαγείας και η αρχή της αυτονομίας, όπως λ.χ. είναι η συναλλαγματική, το γραμμάτιο εις διαταγήν, η επιταγή, η θαλάσσια φορτωτική, τα αποθετήρια, τα ενεχυρόγραφα.