προλοχίζω
English (LSJ)
A lay an ambuscade beforehand, J.BJ1.4.4, 4.9.8 (s.v.l.): c. acc. cogn., π. τινὰς ἐνέδρας Hld.6.13:—Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the ambush that had before been laid, Th.3.112; but also προλοχίζοιντο αἱ νύκτες ὑπὸ τῶν βαρβάρων J.BJ1.13.4 (dub. l.).
2 place men in ambuscade, Id.AJ5.2.11, BJ1.2.2.
II beset with an ambuscade, πέμπει… τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Th.3.110, cf. Plu.Sert.13; also π. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Th.2.81.
German (Pape)
[Seite 733] vorher einen Hinterhalt legen; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις, Thuc. 2, 81; αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι, 3, 112; ἐνέδρας, Heliod. 6, 13; auch τὴν ὁδόν, Thuc. 3, 110; Plut. Sert. 13, vorher auf dem Wege einen Hinterhalt legen; vgl. Achill. Tat. 2, 18 u. daselbst Jac.
French (Bailly abrégé)
f. att. προλοχιῶ;
1 garnir d'embuscades auparavant : τὰς ὁδούς THC dresser d'avance une embuscade sur une route;
2 tendre d'avance une embuscade.
Étymologie: πρό, λοχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-λοχίζω een hinderlaag leggen; met acc. v. h. inw. obj., pass.: ἐσπίπτοντες ἐς τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας in vooruit gelegde hinderlagen lopend Thuc. 3.112.6. van hinderlagen voorzien, met acc.: τὰς ὁδούς π. hinderlagen langs de straten leggen Thuc. 3.110.2; προλοχίζουσι τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις zij bezetten het terrein rond de stad in hinderlagen Thuc. 2.81.5.
Russian (Dvoretsky)
προλοχίζω:
1 заранее занимать засадами (τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Thuc.; τὴν ὁδόν Plut.);
2 (о засаде), заранее устраивать (αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Thuc.).
Greek Monolingual
Α
1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.)
2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως
3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας», Θουκ.)
4. φρ. «ἡ νὺξ προλοχίζεται ὑπό τινος» — στήνονται εκ τών προτέρων ενέδρες κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λοχίζω «στήνω ενέδρα, παραφυλάω»].
Greek Monotonic
προλοχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. στήνω ενέδρα εκ των προτέρων — Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι, οι ενέδρες που έχουν τοποθετηθεί από πριν, σε Θουκ.
II. περικλείω με ενέδρες, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προλοχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στήνω ἐνέδραν ἐκ τῶν προτέρων, μετὰ συστοίχ. αἰτ., προλοχίζουσί τινας ἐνέδρας Ἡλιόδ. 6. 13· ― Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Θουκ. 3. 112. 2) τοπθετῶ ἄνδρας εἰς ἐνέδραν πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 2. ΙΙ. προκαταλαμβάνω μέρος τι καὶ στήνω ἐκεῖ ἐνέδρας, πέμπει... τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Θουκ. 3. 110, πρβλ. Πλουτ. Σερτώρ. 13· ὡσαύτως πρ. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Θουκ. 2. 81.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to lay an ambuscade beforehand: — Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the ambush that had before been laid, Thuc.
II. to beset with an ambuscade, Thuc.
Lexicon Thucydideum
insidiis occupare, to seize by ambush, 2.81.5, 3.110.2,
PASS. 3.112.6.