προσῳδός

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῳδός Medium diacritics: προσῳδός Low diacritics: προσωδός Capitals: ΠΡΟΣΩΔΟΣ
Transliteration A: prosōidós Transliteration B: prosōdos Transliteration C: prosodos Beta Code: prosw|do/s

English (LSJ)

προσῳδόν, (ᾠδή)
A singing in accord or sounding in accord, harmonious, μέλος E.Fr.631 (lyr.); ὑμνεῖτο δ' αἰσχρῶς.. οὐ προσῳδά Com.Adesp. 1203.6, cf. Plu.2.443a, Poll.4.58.
2 metaph., π. στοναχά E.Ph. 1498(lyr.): c. dat., π. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Id.Ion359; τῷ νόμῳ π. Plu. 2.138b.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
que l'on chante avec accompagnement d'un instrument ; fig. qui s'accorde avec, τινι.
Étymologie: πρός, ᾄδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσῳδός -όν [πρός, ᾠδή] harmoniërend, overdr. met dat.. προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει haar lot komt overeen met mijn ongeluk Eur. Ion 359.

German (Pape)

dazu singend, dazu stimmend, übereinstimmend; προσῳδὸς ἡ τύχη τῷ 'μῷ πάθει, Eur. Ion 357, vgl. Phoen. 1504; – ὄργανα, Saiteninstrumente zu denen man singt, Poll. 4.38; Plut. de unius dominat. 4.

Russian (Dvoretsky)

προσῳδός:
1 стройно звучащий, стройный (μέλος Eur.);
2 вторящий (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);
3 согласный, соответствующий (τῶ νόμω Plut.);
4 сходный, похожий (τινι Eur.).

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» — όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.)
2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ ἐπ-ῳδός].

Greek Monotonic

προσῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που βρίσκεται σε αρμονία, μελωδικός, αρμονικός, σε Ευρ.· με δοτ., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσῳδός: -όν, (ᾠδὴ) ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ, ἁρμονικός, μέλος Εὐρ. Ἀποσπ. 632· ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς..., οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 305, πρβλ. Πλούτ. 2. 443Α, Πολυδ. Δ΄, 58. 2) μεταφορ., πρ. στοναχὰ Εὐρ. Φοίν. 1499· μετὰ δοτ., πρ. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 359· τῷ νόμῳ πρ. Πλούτ. 2. 138Β.

Middle Liddell

προσ-ῳδός, όν [ᾠδή]
in accord, in tune, harmonious, Eur.; c. dat., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Eur.

English (Woodhouse)

attuned to, compatible with, consistent with, in harmony with, corresponding to, responsive to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

harmonious

Armenian: ներդաշնակ; Catalan: harmònic; Dutch: harmonieus; Esperanto: harmonia, akorda; Finnish: harmoninen, sopusointuinen, sointuva; French: harmonieux; German: harmonisch, übereinstimmend, sich in Übereinstimmung befindend, im Einklang befindlich; Greek: αρμονικός; Ancient Greek: ἁρμόνιος, ἐμμελής, ἐναρμόνιος, ἐνάρμοστος, εὐμελής, ξύμφωνος, ξύναυλος, προσῳδός, σύμφωνος, σύναυλος; Indonesian: harmonis; Latin: concors; Malay: harmoni; Manx: cordailagh; Maori: reretahi, reretau, aumārire; Romanian: armonic; Russian: гармоничный; Uyghur: ئۆم